ἤμελλον

Revision as of 21:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A v. μέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἤμελλον: ἴδε ἐν λ. μέλλω.

French (Bailly abrégé)

v. μέλλω.

Greek Monotonic

ἤμελλον: παρατ. του μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἤμελλον: и ἔμελλον атт. impf. к μέλλω.