μέλλω
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
impf. ἔμελλον and ἤμελλον (v. infr.), Ep.
A μέλλον Il.17.278, Od.1.232, 9.378, B.12.164; Ep., Ion. μέλλεσκον Theoc.25.240, Mosch.2.109: fut. μελλήσω D.6.15, Ev.Matt.24.6: aor. ἐμέλλησα Th.3.55, X.HG5.4.65, etc., and ἠμ- (v. infr.):—Pass. and Med., v. infr. v.—Only pres. and impf. in Hom., Hes., Lyr., and Trag.: aor. only in Prose (exc. Thgn., v. infr.): the impf. ἤμελλον with long augm. is established by the metre in Hes.Th.898, Thgn.906, Ar.Ec. 597, Ra.1038 (both anap.), A.R.1.1309 (cf. Sch. ad loc.), Call.Del. 58: aor. 1 ἠμέλλησα Thgn.259; ἤμελλον is not found in earlier Att. Inscrr., but occurs in Pap., as PPetr.2p.146 (iii B. C.), Phld.Rh.1.145 S. (but ἔμελλον Hyp.Ath.7, Arist.Ath.25.3).
I to be destined or be likely to, indicating an estimated certainty or strong probability in the present, past, or future (cf. Aristonic. ap. Sch.Il.10.326, 11.817, 16.46,al.): a. c. pres. inf. (or its equivalent), of a probability in the present, ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν where belike the best are holding counsel, Il.10.326; ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι to whom thou doubtless prayest, 11.364; μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι doubtless thou knowest, Od.4.200; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν belike you have heard it, Il.14.125, cf. Od.4.94; οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι Il.2.116; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν methinks it is the gods who give wealth, Od.18.19; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι you may be sure it is my good pleasure, Il.1.564. b. c. aor. inf., of a probability in the past, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί I must have become hateful to father Zeus, 21.83; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων a god must surely have bidden thee, Od.4.274; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι you must often have prayed, 22.322; μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι I must have sinned against the immortals, 4.377; ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω at any other time rather than this I may have drawn back... Il.13.777; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι before now, no doubt, a man has lost... 24.46, cf. 18.362; τοῦ δ' ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ' οἰωνοὶ ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.133; of a destiny in the past, ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον… λιτέσθαι he was fated to have been praying for his own death, Il.16.46; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἑταίρῳ κτεινομένῳ ἐπαμῦναι since I was (i.e. am) not destined to have succoured my comrade when they were slaying him, 18.98: c. pres. inf., οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους ἔδμεναι he was to turn out no helpless man whose comrades you ate, Od.9.475. c. c. fut. inf., of a destin y or probability in the future, ἅ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον which were not to be accomplished, Il.2.36; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν ib.694; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἔγωγε νοστήσας οἶκόνδε… εὐφρανέειν ἄλοχον 5.686, cf. 12.113, 22.356, Od.13.293,384; μέλλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ 7.270; περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι they were to have run... Il.11.700, cf. E.HF463; χρόνῳ ἔμελλέ σ' Ἕκτωρ… ἀποφθίσειν S.Aj.1027; ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾶς τοῦ κοάξ Ar.Ra.268; φεύγεις; ἔμελλόν σ' ἆρα κινήσειν ἐγώ Id.Nu.1301, cf. V.460, Pl.103, Ach.347: c. pres. inf., καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι I had a chance of being, might have been... Od.18.138; μέλλεν ποτὲ οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν 1.232: c. aor. inf. (cf. infr. ΙΙ), οὐδεὶς ἂν οὐδὲ μελλήσειε γενέσθαι ἀγαθός Arist.EN1105b11: with inf. understood, [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] A.Pers.814; ἀλλ' οὐχ οὑμὸς τοῦτο πέπονθεν βίος οὐ μὰ Δί' οὐδέ γε μέλλει no, not likely! Ar.Pl.551; οὐδὲν… οὔτε ἐπάθετε οὔτε ἐμελλήσατε Th.3.55; οὔτ' ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ' ἐμέλλησεν Din.1.49.
d in εἰ clauses, εἰ μέλλει πόλις εἶναι if it is to be a city, Pl.Prt. 324e: c. fut. inf., εἰ ἐμέλλομεν… ἀνοίσειν if we were to refer... Id.Phd.75b: c. aor. inf., εἰ μέλλομεν… δηλῶσαι Id.Lg.713a, cf. Smp.184d, Plt. 268d, al.: so in part., τὴν μέλλουσαν οἰκήσεσθαι πόλιν καλῶς Arist.Pol.1261a3, etc.
e in final clauses, ξυνεπιμέλεσθαι ᾗ μέλλει ἄριστα ἕξειν, = ᾗ ἄριστα ἕξει, Th.8.39; εἴχομεν ἂν… ἐπιστάτην λαβεῖν… ὃς ἔμελλεν… ποιήσειν Pl.Ap.20b, cf. App.Syr.46, etc.
f in questions, the inf. being understood, τί οὐ μέλλω (μέλλεις, etc.); why shouldn't I? why is it not likely that I should?, i.e. yes, of course, τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; Answ. τί δ' οὐ μέλλω (sc. ἑορακέναι); of course I have, X. HG4.1.6; τί δ' οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Pl.R. 605c; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Id.Phd.78b, etc.; ἀλλὰ τί μέλλει; what (else) would you expect? i.e. yes, of course, Id.R.349d, Hp.Mi.373d.
II to be about to, in purely temporal sense, c. fut. inf., Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ' ἄρ' ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il.6.515; ὁ μέν μιν ἔμελλε γενείου… ἁψάμενος λίσσεσθαι (perhaps pres. inf.), ὁ δ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε 10.454; ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε Od.22.9, cf. Il.23.544, 2.39, 6.52,393; δειπνήσειν μέλλομεν, ἢ τί; Ar.Av.464, cf. Eq.931 (lyr.), Th.2.8, etc.: c. pres. inf., τί μέλλεις δρᾶν; Ar.V.1379,Th.215, cf. Ec. 760, Ach.493, Av.498, al.; μέλλω μαίνεσθαι Lyr.Alex.Adesp.1.23: more rarely c. aor. inf., παθεῖν A.Pr.625; κτανεῖν S.OT967 (nisi leg. κτενεῖν); ἀναλαβεῖν, λιπεῖν, θανεῖν, E.Or.292, Heracl.709, Med.393; ἀπολέσαι, λαβεῖν, Ar.Av.366, Ach.1159 (lyr.); προσθεῖναι Th.3.92; οὐδὲ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι D.35.19: Phryn.316 wrongly condemns this constr.—The inf. is sometimes omitted, τὸ μέλλειν ἀγαθά (sc. πράσσειν or πράξειν) the expectation of good things, E.Or.1182, cf. IA1118.
III to be always going to do without ever doing: hence, delay, put off, freq. in Trag. (also in Med. μέλλομαι, v. infr. IV fin.): in this signf. usually followed by pres. inf., S.OT678 (lyr.), OC1627, etc.; τοὺς ξυμμάχους… οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν· οἱ δ' οὐκέτι μέλλουσι κακῶς πάσχειν we shall not delay to succour our allies, for their sufferings are not being delayed, Th.1.86: freq. with μὴ οὐ, A.Pr.627, S.Aj.540: with μή, τί μέλλομεν… μὴ πράσσειν κακά; E.Med. 1242: rarely followed by aor. inf., Id.Ph.299 (lyr.), Rh.673: inf. is freq. omitted, τί μέλλεις; why delayest thou? A.Pr.36, cf. Pers.407, Ag.908, 1353, S.Fr.917, Th.8.78, etc.; μακρὰ μ. S.OC219 (lyr.); Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας E. Heracl.723; ἴωμεν καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι Pl.Lg.712b; μέλλον τι… ἔπος a hesitating word, which one hesitates to speak, E.Ion1002; μέλλων σφυγμός a hesitating pulse, Gal.8.653.
IV part. μέλλων is used quasi-adjectivally, ὁ μέλλων χρόνος the future time, Pi.O.10(11).7, A.Pr. 839, Arist.Top.111b28: Gramm., ὁ μέλλων = the future tense, D.T.638.23, A.D.Synt.69.28, etc.; ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις his future power, Pl.R. 494c; μ. φυλάξασθαι χρέος Pi.O.7.40; τὸν μ. βλαστόν (καρπόν codd.) Thphr. HP 4.15.1: especially in neut., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα = things to come, the future, Pi.O.2.56, A.Pr.102, Th.1.138, 4.71, Pl.Tht.178e, etc.; opp. to what is simply future (τὸ ἐσόμενον), Arist.Div.Somn.463b29, cf. GC337b4; εἰς τὸ μέλλον (sc. ἔτος) Ev.Luc.13.9, cf. PLond.3.1231.4 (ii A. D.), Plu.Caes.14:—also in Med., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται your strongest pleas are hopes in futurity, Th.5.111:—but
V Pass. μέλλομαι, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα that the necessary steps might not be delayed, X.An.3.1.47; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται while these delays are going on, D.4.37: fut. μελλήσομαι dub. l. in Procop. Goth.2.30: pf. part. μεμελλημένος, = μέλλων, σφυγμός Gal.9.308.
German (Pape)
[Seite 125] fut. μελλήσω, aor. ἐμέλλησα u. att. ἠμέλλησα, Hom., Hes., Pind. u. Tragg. nur praes. u. impf., μέλλεσκον, Theocr. 25, 240; auch bei Plat. steht das fut. nur einmal, Ep. VII, 326 c; – 1) ich bin im Begriff, habe vor, gedenke Etwas zu thun, c. inf., u. zwar – a) vorherrschend des fut.; μέλλεις γὰρ ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον, Il. 23, 544; θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεα Τρωσίν, er gedachte den Troern noch Schmerzen aufzulegen, 2, 39, vgl. 694. 12, 3. 34 Od. 11, 596 u. sonst; καὶ δή μιν τάχ' ἔμελλε δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν, er war eben im Begriff, ihn seinem Diener zum Wegführen zu übergeben, Il. 6, 52, vgl. 515, wie ἤτοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν Od. 22, 9; προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσθαι, Aesch. Prom. 837; τοιάνδε πάλην μέλλει θεῖος Ὀρέστης ἅψειν, Ch. 854, vgl. 846; Soph. El. 352. 371; Eur. Gr. 544; μελλόντων αὐτῶν συνάψειν, Her. 5, 75. 7, 157; u. bes. in attischer Prosa, μέλλω ὑμᾶς διδάξειν Plat. Apol. 21 b, εἰ μέλλεις ῥώμην ἐμποιήσειν Phaedr. 270 b; ὡς διαβαινόντων μέλλοιεν ἐπιθήσεσθαι Xen. An. 2, 4, 24, vgl. Krüger zu 1, 8, 1. – b) c. inf. praes., Hom., ἀλλ' ὅτε δὴ ἄρ' ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι Od. 6, 110, vgl. 19, 94; μέλλοντα φέρειν, Pind. Ol. 8, 45; μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ ἂν μέλλῃς τελεῖν, Aesch. Ag. 948; Suppl. 1043; μέλλοντι δ' αὐτῷ τεύχειν σφαγὰς κήρυξ ἵκετο, Soph. Trach. 753; Eur. Hec. 726; Her. 6, 108; ὃ μέλλεις νῦν πράττειν, Plat. Prot. 312 b; λέγει ὅτι περιμείνειεν ἂν αὐτοὺς εἰ μέλλοιεν ἥκειν, Xen. An. 2, 1, 3. 5, 7, 5 u. öfter. Doch bei guten Schriftstellern seltner als das fut. – c) auch aor., was die Atticisten verwerfen, wie Phryn. 336 es als groben Fehler bezeichnet, vgl. Lob. zu Phryn. p. 745 ff., der eine hinreichende Menge von Beispielen aus den Attikern anführt, z. B. τί μέλλετ' – ἀπολέσαι Ar. Av. 366, Thuc. 6, 31, Plat. Gorg. 525 a u. öfter, wo aber meist ein Sollen ausgedrückt ist; die Beispiele aus Hom., wo der Sinn ein anderer ist, s. weiter unten; hierher kann man rechnen ἀλλ' ὅτε δὴ τάχ' ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον Il. 23, 773; vgl. Hes. Sc. 126; Theogn. 152. 1074; ὅπερ μέλλω παθεῖν, Aesch. Prom. 628; μέλλεις ἐνεῖκαι, θέμεν, τεῦξαι, Pind. P. 9, 54 Ol. 7, 61. 8, 32, vgl. Böckh zu letzter Stelle. Bei Her. 8, 40 schwankt die Lesart. Bei den Attikern steht so auch fut. und aor. von μέλλω, τοὺς ὑπάρχοντας πολεμίους μεγαλύνετε, τοὺς δὲ μηδὲ μελλήσαντας γενέσθαι, ἄκοντας ἐπάγεσθε, die, welche gar nicht daran gedacht hatten, es zu werden, Thuc. 5, 99; τὸ δοκεῖν με ὑπὸ σοῦ μελλήσαντά τι παθεῖν ἐκπεφευγέναι, Xen. Cyr. 6, 1, 40. – d) der inf. wird auch ausgelassen, wo er sich aus dem Zusammenhange leicht ergiebt, οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι, sc. πάσχειν, Aesch. Pers. 800; vgl. τὰ μὲν ἔχει, τὰ δὲ μέλλει, Isocr. 4, 136; μέλ λετον τολμήματα αἴσχιστα, Eur. Phoen. 1225; πράξασ' ἃ μέλλω, sc. πράξειν, Med. 758, wie bei Thuc. ὅτι μέλλετε, εὐθὺς πράττετε, was ihr vorhabt, thun wollt, thut gleich. – e) bes. steht das partic. absolut, zur Bezeichnung des Zukünftigen, nahe Bevorstehenden, wie die Gramm. das fut. ὁ μέλλων mit u. ohne χρόνος nennen; so ὁ μέλλων χρόνος, die Zukunft, Pind. Ol. 11, 7, wie Aesch. Prom. 841; Eur. I. A. 865; Plat. Theaet. 178 a; οὐδὲν τὸ μέλλον, Pind. Ol. 2, 62; ἄπορος ἐπ' οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον, Soph. Ant. 358; οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων, Ai. 1399; οὐ γὰρ τὸ μέλλον ἐκ θεῶν ἠπίστατο, Aesch. Pers. 365 u. öfter; τὸ μέλλον ἥξει, Ag. 1213; κρινεῖ φάος τὸ μέλλον, Eur. Phoen. 1315; ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, Plat. Phaedr. 244 c; περὶ τῶν μελλόντων, Phil. 39 c; τρέμοντι τὸ μέλλον, Parm. 137 a; ἄδηλον μὲν παντὶ ἀνθρώπῳ ὅπη τὸ μέλλον ἕξει, wie die Zukunft beschaffen sein wird, Xen. An. 5, 9, 21 u. sonst; περὶ τῶν γεγονότων ἢ τῶν μελλόντων, Pol. 4, 16, 4; τὸ μέλλον προσδοκῶν, Plut. Them. 3. So auch ὁ μέλλων βίος, Soph. O. C. 1688, der auch Ant. 607 neben einander stellt τό τ' ἔπειτα καὶ τὸ μέλλον καὶ τὸ πρίν, wie Aesch. vrbdt πολλὰ καὶ παρόντα καὶ μέλλοντ' ἔτι, Pers. 829; vgl. μέλλουσιν ἢ πάρεισιν, Eur. Heracl. 384; τὴν μέλλουσαν αὐτοῦ δύναμιν, Plat. Rep. VI, 494 c; εἰς τὴν μέλλουσαν πόλιν, in den künftigen Staat, Legg. III, 702 d; auch vollständiger, τὸ μέλλον ἀποβήσεσθαι, Theaet. 178 c. In einigen dieser Vrbdgn drückt es auch bestimmter das, was geschehen soll, aus. Denn – 2) das, was der Mensch vorzunehmen im Begriff ist, erscheint als Etwas, wozu er veranlaßt wird, was er thun soll, so daß bes. im impf. ἔμελλον der Begriff des Sollens liegt, u. zwar – a) nach dem Willen des Schicksals, was verhängt ist, mit dem Nebenbegriff des Unausbleiblichen, unfehlbar Erfolgenden, τὰ φρονέοντ' ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ' οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, was (nach den Bestimmungen des Schicksals) nicht in Erfüllung gehen sollte, vgl. Il. 5, 686 Od. 2, 156; eben so οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν, er sollte es nicht durch Überredung erreichen, Il. 20, 466 Od. 3, 146; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν, d. i. es war vom Schicksal bestimmt, daß er sich bald wieder erheben sollte, Il. 2, 694, ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ Od. 7, 270, oft, gew. mit dem inf. fut., vgl. H. h. Ap. 521 Merc. 15 Cer. 454; seltener c. praes., μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς αὐτώ τε κτενέειν –, νήπιοι, οὐδ' ἄρ' ἔμελλον ἀναιμωτί γε νέεσθαι, Il. 17, 495, sie hofften, die beiden Männer zu tödten, die Thörichten, sie sollten nicht einmal ohne Blut, unverwundet heimkehren. H. h. Apoll. 379. Auch c. inf. aor., ἃς φάτο λισσόμενος, μέγα νήπιος· ἦ γὰρ ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον – λιτέσθαι, Il. 16, 46. 18, 98; ὄρνις, ὧν ὑφηγητῶν κτανεῖν ἔμελλον πατέρα, nach denen ich den Vater tödten sollte, Soph. O. R. 967, vgl. Phil. 1072 Ai. 908, der auch das partic. so braucht, τί γὰρ θνήσκειν ὁ μέλλων τοῦ χρόνου κέρδος φέροι; El. 1478, der sterben soll; ἔστω τὸ μέλλον Phil. 1238. – b) nach menschlicher Anordnung, περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι, um einen Dreifuß sollten sie wettlaufen, Il. 11, 700, nämlich nach der Bestimmung der Eleer. – Aber auch – 3) müssen; nach den Begriffen von Recht u. Pflicht, vgl. Nitzsch zu Od. 1, 232; καὶ λίην σέγ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα, dich mußte Unglück treffen, Od. 9, 477; nach muthmaßlicher Folgerung, nach welcher das Ergebniß als nothwendig aus der Tatsache hervorgehend bezeichnet werden soll, μέλλω που ἀπέχθεσθαι, ich muß wohl dem Zeus verhaßt sein, Il. 21, 83, nämlich nach meinen Schicksalen zu schließen; vgl. οὕτω που Διῒ μέλλει φίλον εἶναι, es muß wohl dem Zeus so belieben, wie der Erfolg zu zeigen scheint, 1, 116. 9, 23 u. öfter, wo wir auch mit mög en ausreichen; ἀλλὰ τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσεσθαι θεὸς αὐτός, das mochte wohl die Gottheit selbst beneiden, Od. 4, 181; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων, ein Gott muß, mag's dir geheißen haben, ib. 274 u. 377; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι, wenn es so ist, so folgt nothwendig daraus, daß es mir so beliebt, Il. 1, 564. Schwächer ist die Bdtg in manchen Stellen, wo unser mög en, und die adv. wohl, vielleicht, wahrscheinlich ausreichen, aber auch sol len zuweilen entspricht, welches bei uns auch nicht immer den ursprünglichen Nachdruck behält, u. die alten Gramm. es durch ἔοικεν erkl., μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι, du wirst, magst es wohl wissen, vermuthlich weißt du es, Od. 4, 200, wo hinzugesetzt ist »denn ich kannte ihn nicht«; vgl. Il. 10, 326. 14, 125 Od. 4, 94; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι, oft wohl magst du gefleht haben, 22, 322, wie ᾡ μέλλεις εὔχεσθαι, zu dem du vermuthlich flehst, Il. 11, 364; εἰ ἀεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ' ἀθανάτω τ' ἔσσεσθαι, wenn wir immerdar unalternd u. unsterblich sein sollten, 12, 323; c. inf. aor., μέλλει πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι, es mag wohl Mancher einen Geliebteren verloren haben, 24, 46, wie ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω, d. i. ein andermal mag ich wohl eher das Ansehen gehabt haben, mich dem Kampfe zu entziehen, aber jetzt nicht, 13, 776; vgl. noch 18, 362 Od. 14, 133. 18, 138, wo der inf. praes. gebraucht ist, καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι, ich sollte od. mochte einst glücklich sein, jetzt bin ich es nicht, wie Od. 1, 232, μέλλεν ποτὲ οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι, einst, so lange er noch zu Hause war, sollte es reich sein, jetzt ist es nicht mehr so, νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί – So auch bei den Folgdn; τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον ἐν θεοῖσι τὴν δίκην δώσειν, Soph. Ant. 454, ich mochte nicht, vgl. Ai. 438 u. auch El. 538, οὐκ ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην; mußte er nicht büßen? u. so auch mit ausgelassenem Verbum, ᾔδη, τί δ' οὐκ ἔμελλον; ich wußte es, was sollte ich nicht? Soph. Ant. 444, vgl. Phil. 444; ἑώρακας, ὡς καλός ἐστι; τί δ' οὐ μέλλω; Xen. Hell. 4, 1, 6; ἀλλὰ τί μέλλει; Plat. Rep. 1, 349 d u. öfter; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Gorg. 506 e; τί δ' οὐ μέλλει; Theaet. 159 c; auch mit dem inf. fut., εἰ μέλλει τις ἡμῶν καὶ τὴν ὁδὸν ἑκάστοτε ἐξευρήσειν οἴκαδε, wenn Einer im Stande sein soll, den Weg zu finden, Phil. 62 b, vgl. Phaed. 75 b; ἐπειδὰν μέλλωσιν συνήσειν τὰ γεγραμμένα, sobald sie im Stande sind, Phaedr. 325 e; auch c. inf. praes., εἴπερ μέλλει πόλις εἶναι, wenn ein Staat sein soll, Prot. 324 e; ὅτι γενεαὶ πολλαὶ ἀτεχνότεραι μέλλουσιν εἶναι, es müssen viele Geschlechter gewesen sein, Legg. III, 679 d, vgl. Soph. 266 d. – 4) wie auch bei uns sich bedenken, besinnen so viel ist wie zögern, zaudern, so tritt auch in μέλλω der Begriff »thun wollen« einseitig hervor, nämlich ohne wirklich zu thun, zu handeln, auch anstehen, Bedenken tragen, τί μέλλεις καὶ κατοικτίζῃ μάτην; Aesch. Prom. 36, u. oft in dieser Verbindung; auch κοὐκ ἔτ' ἦν μέλλειν ἀκμή, es war nicht Zeit zu zögern, Pers. 399; ἄγομαι δὴ κοὐκ ἔτι μέλλω, Soph. Ant. 830; μάλιστ' Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας, Eur. Heracl. 723; ἐγκονεῖτε, σπεύδεθ', ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, Ar. Plut. 255; χώρει – οὐ μέλλειν ἐχρῆν, Av. 364, vgl. Ran. 1505; ἴωμεν δὴ καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι, Plat. Legg. IV, 712 b; μὴ μέλλωμεν, Xen. An. 3, 1, 46, wo darauf auch das pass. folgt, ἀνέστη ὡς μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα, damit das Nöthige nicht aufgeschoben würde, ib. 47; ὑμῶν τὰ μὲν ἰσχνότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, Thuc. 5, 111; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται προαπόλωλεν ἐφ' ἃ ἂν ἐκπλέωμεν, Dem. 4, 37, wo Bekker μέλλετε lies't; ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων ist verbunden 2, 23; oft bei Sp., μὴ μέλλε, Luc. Pisc. 28 D. Merc. 3; ἀνεπτοίηντο δὲ πάντες καὶ μηδὲ μελλήσαντες προσέκειντο, Hdn. 2, 7, 12; dazu gehört das adj. verb., μελλητέον οὐδὲν ἔτι, Plat. Critia. 108 e; Ar. Eccl. 876. – Über den Homerischen Gebrauch von μέλλω s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 120.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔμελλον, att. ἤμελλον, f. μελλήσω, ao. ἐμέλλησα, rar. ἠμέλλησα, pf. inus.
I. être sur le point de : οἰκόνδε νέεσθαι OD être sur le point de retourner dans sa patrie ; δῃώσειν τὴν γῆν THC être sur le point de ravager le territoire ; τι παθεῖν XÉN être sur le point de souffrir qch ; qqf avec l'inf. s.-e. : ὅ τι μέλλετε εὐθὺς πράττετε THC ce que vous êtes sur le point de faire, ou ce que vous avez l'intention de faire, faites-le tout de suite;
II. 1 être en situation de, être destiné à, devoir : ἅ ῥ' οὐ τελέεσθαι ἔμελλε IL choses qui ne devaient point s'accomplir ; καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι OD car j'étais destiné à être heureux parmi les hommes ; τί δ' οὐκ ἔμελλον (en s.-e. un verbe exprimé précédemment) SOPH pourquoi non ? sans contredit ; χρόνῳ ἔμελλέ σ' ἀποφθίσαι SOPH avec le temps il devait te faire périr ; en ce sens il équivaut qqf à notre « il se peut que, peut-être » : μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι OD tu dois le savoir, peut-être le sais-tu;
2 être à venir, devoir arriver : abs. ἔμελλε SOPH cela devait être, cela était à prévoir ; τὸ μέλλον ἔστω SOPH que ce qui doit arriver s'accomplisse ; ὁ μέλλων χρόνος, le temps à venir ; t. de gramm. le futur ; τὸ μέλλον, l'avenir, le temps ou les choses à venir ; t. de gramm. le futur;
III. hésiter, différer, tarder : τί μέλλεις ; ESCHL que tardes-tu ? avec μὴ οὐ : μ. μὴ οὐ SOPH tarder à, différer de ; Pass. τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται THC vos plus fortes ressources sont des espérances dans l'avenir ; ὡς μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα XÉN pour que l'on achevât sans différer ce que l'on devait faire.
Étymologie: R. Μερ, attendre ; cf. mora.
Russian (Dvoretsky)
μέλλω: (атт. impf. ἤμελλον, fut. μελλήσω, aor. ἐμέλλησα - атт. ἠμέλλησα)
1 намереваться, собираться, быть готовым: ὣς ἄρ᾽ ἔμελλον θησέμεναι Hom. вот так решили они устроить; τοιάνδε πάλην μέλλει Ὀρέστης ἅψειν Aesch. в этот бой Орест намерен вступить; ὅ τι μέλλετε, εὐθὺς πράττετε Thuc. то, что вы собираетесь (делать), делайте сейчас же;
2 предстоять, надлежать, быть необходимым (неизбежным, должным, очевидным): ἃ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον Hom. то, чему не суждено было сбыться; ὅπερ μέλλω παθεῖν Aesch. то, что мне предстоит вынести; ὁ μέλλων (sc. χρόνος) Pind., Aesch., Plat. предстоящее, будущее; ἡ μέλλουσα πόλις Plat. будущий город; περὶ τρίποδος ἔμελλον θεύσεσθαι Hom. они должны были состязаться из-за треножника; ἔμελλε Soph. так и должно было случиться; μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι Hom. ты, очевидно, знаешь (это); εἰ δ᾽ οὕτω τοῦτ᾽ ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι Hom. если это так обстоит, стало быть так мне угодно; πῶς γὰρ (или τί δ᾽) οὐ μέλλει; Plat. почему же бы не так?; ἔμελλε τελευτᾶν NT он был при смерти (см. тж. μέλλον);
3 медлить, колебаться, тянуть, откладывать: τί μέλλεις; Aesch., NT чего ты медлишь?; μὴ μέλλωμεν …, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα Xen. не станем медлить …, чтобы не затянулись нужные дела.
Greek (Liddell-Scott)
μέλλω: παρατ. ἔμελλον ἢ ἤμελλον (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. μέλλον Ἰλ. Ρ. 178, Ὀδ. Α. 232., Ι. 378: Ἰων. μέλλεσκον Θεόκρ. 25. 240, Μόσχ. 2. 109: μέλλ. μελλήσω: ἀόρ. ἐμέλλησα, Θουκ. 5. 98, Δημ., κτλ., καὶ ἠμ- (ἴδε κατωτ.)· - Παθ. καὶ μέσ., ἴδε κατωτ. V. - Μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡσ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγικοῖς· ὁ ἀόρ. εὔχρηστος μόνον παρὰ πεζογράφοις· - ὁ μετὰ διπλῆς αὐξήσεως παρατ. ἤμελλον εἶναι βεβαιωμένος διὰ τοῦ μέτρου ἐν πολλοῖς ποιητικοῖς χωρίοις, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 478, ἀκολούθως ἐν Θεόγνιδι 906, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 597, Ἀπολλ. Ροδ., κτλ.· οὕτως ἠμέλλησα παρὰ τῷ Θεόγν. 209: τὸ ἤμελλον ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἔν τισι χωρίοις τοῦ πεζοῦ λόγου ἄνευ διαφ. γραφῆς, ὡς ἐν Αἰσχίν. 77. 10, Δημ. 292· 15· πρβλ. βούλομαι. (μέλλω φαίνεται ἐπιτεταμένος τύπος ἐκ τῆς √ΜΕΛ, μέλω, ὅπερ πάλιν δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν ῥίζαν ΜΕΡ τὴν ἐν ταῖς λ. μέριμνα, μερ-μηρίζω, κλ.: - ἡ δὲ κοινὴ ἔννοια ἐν πᾶσιν εἶναι ἡ τῆς σκέψεως, ἴδε τὰ ἀκόλουθα). Ριζικὴ ἢ πρώτη σημασία: σκέπτομαι νὰ πράξω τι, ἔχω κατὰ νοῦν, «σκοπεύω» νὰ πράξω τι (χωρὶς καὶ νὰ τὸ πράττω)· συντάσσεται δὲ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρεμ. μέλλ., σπανιώτερον δὲ ἐνεστ. καὶ ἔτι σπανιώτερον ἀορ. (ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 777., Π. 46., Ὀδ. Δ. 377, κ. ἀλλ., ἀλλ’ ἐνίοτε παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, Αἰσχύλ. Πρ. 625, καὶ ἀλλαχοῦ, καθ’ ἃ κατωτέρω ἀναφέρεται, ἴδε Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 929, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 710, Λοβ. Φρύνιχ. 133, 745 κ. ἑξ.)· μέλλω μετ’ ἀπαρ. μέλλ. διαφέρει τοῦ ἁπλοῦ μέλλοντος τοῦ ῥήματος ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. facturus sum ἀπὸ τοῦ faciam· - ἡ σύνταξις ἐν τῇ σημασ. III., ἀργοπορῶ, βραδύνω, τροποποιεῖταί πως, ἴδε κατωτ.· ὁ παρατ. ἔμελλον οὐδέποτε ἐν χρήσει μετ’ ἀορ., Φρύνιχ 336· τὴν δὲ παρατήρησιν ταύτην οὐχὶ προση κόντως ὁ Θωμᾶς Μ. ἐπεκτείνει εἰς πάντας τοὺς χρόνους τοῦ μέλλω· - ὁ Buttm. καὶ ἕτεροι σφάλλονται περιορίζοντες τὴν σημασίαν τοῦ ἀορ. μόνον εἰς τὴν τῆς ἀργοπορίας ἢ ἀναβολῆς, ἴδε Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 134., 3. 55, 92, κτλ. ΙΙ. «σκοπεύω», σκέπτομαι ἢ ἔχω κατὰ νοῦν ἢ ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι (ἐξ ἰδίας ἐλευθέρας θελήσεως), συχνάκις μετὰ τοῦ τάχα, ὡς, καὶ δή μιν τάχ’ ἔμελλε δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν... Ἰλ. Ζ. 52, πρβλ. 393, 515· θήσειν ἔτ’ ἔμελλεν ἐπ’ ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Β. 39· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον, διανοεῖσαι νά μου ἀφαιρέσῃς τὸ βραβεῖον, Ψ. 544· συχνάκις μετὰ τοῦ οὐκ ἄρα, ὡς, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον πείσειν, οὐδὲ ἐνόμιζον ὅτι ἤθελον σὲ πείσῃ, Χ. 356· οὐκ ἄρ’ ἔμελλες... λήξειν ἀπατάων...; οὐκ ἄρα ἔμελλες... παύσασθαι παραλογισμῶν...; (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 293· συχνάκις παρ’ Ἀττ., οὐδ’ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι Δημ. 929. 9, κτλ. ΙΙ. μέλλω νὰ πράξω τι (ἀναγκαζόμενος ὑφ’ ἑτέρου). 1) ὑπὸ τῆς μοίρας (ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Α. 232), εἶμαι ὡρισμένος ἢ προωρισμένος νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι..., τὰ φρονέοντ’ ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ’ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, ἅπερ δὲν ἦσαν προωρισμένα νὰ γίνωσι, Ἰλ. Β. 36· τάχα δ’ ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν, ἦτο προωρισμένον ταχέως νὰ σηκωθῇ, αὐτόθι 694· ἐπεὶ οὐκ ἄρ’ ἔμελλον ἐγώγε, νοστήσας οἶκόνδε... εὐφρανέειν ἄλοχον Ε. 686· ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ, ἦτο πεπρωμένον νὰ ζήσω ἀκόμη ἐν πολλῇ δυστυχίᾳ, Ὀδ. Η. 270· καὶ γὰρ ἐγώ ποτ’ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι, ἔμελλον νὰ εἶμαι εὐτυχής, Σ. 138· μέλλεν ποτὲ οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι Α. 232· - ὅυτω παρ’ Ἀττ., καταλειπομένης τῆς ἐννοίας τοῦ πεπρωμένου, εἰ μέλλει πόλις εἶναι, ἐὰν πρόκειται νὰ εἶναι πόλις, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε· εἰ ἐμέλλομεν... ἀνοίσειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β, κτλ. 2) κατὰ τὴν θέλησιν ἑτέρου (σπανιώτατα) περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι, ἔμελλον νὰ ἀγωνισθῶσι... κατὰ διαταγὴν τῶν Ἠλείων, Ἰλ. Λ. 700. 3) πρὸς δήλωσιν συμπεράσματος ἐξαγομένου ἐκ τῶν προηγουμένων, οἷον, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί, «ἔοικα δήπου μισητὸς εἶναι τῷ Διῒ πατρὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 83· κελευσέμεναι δέ σ’ ἔμελλε δαίμων, «προτρέψαι δέ σε ἐῴκει ὁ Θεός» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 274· μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, «ἀλλὰ ἔοικα ἡμαρτηκέναι εἰς τοὺς θεοὺς» (Σχόλ.), αὐτόθι 377· εἰ δ’ οὕτω τοῦτ’ ἔστιν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι, ἐμοὶ προσφιλὲς ἔοικεν ἢ φαίνεται εἶναι, Ἰλ. Α. 564, πρβλ. Β. 116, κ. ἀλλ. 4) πρὸς δήλωσιν ἰσχυρᾶς πιθανότητος, ὅτε δύναται συχνάκις νὰ ἑρμηνευθῇ διὰ τοῦ «πιθανὸν εἶναι νά...» ἢ δι’ ἐπιρρήματος, πιθανῶς..., κτλ., τὰ δὲ μέλλετ’ ἀκουέμεν, «ταῦτα δὲ εἰκὸς ὑμᾶς ἀκηκοέναι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 125· καὶ πατέρων τάδε μέλλετ’ ἀκουέμεν, καὶ παρὰ τῶν γονέων σας πιθανὸν νὰ τὰ ἠκούσατε, Ὀδ. Δ. 94· μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι, πιθανὸν σὺ νὰ τὸν ἐγνώρισες, Δ. 200· ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν, ὅπου πιθανῶς οἱ ἄριστοι συσκέπτονται, Ἰλ. Κ. 326· εἰ αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε ἔσεσθ’, ἐὰν μέλλωμεν νά..., Μ. 323· καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, πῶς δή ἔγωγ’... οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κακὰ ῥάψαι; ἀφοῦ τῷ ὄντι θνητὸς ἄνθρωπος φροντίζει νὰ βλάψῃ τὸν ὅμοιόν του, πῶς λοιπὸν ἐγὼ νὰ μή..., Ἰλ. Σ. 362· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐμέλλετ’ ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν, τὸ ἐνόμιζα ὅτι ὅλοι σας θὰ ἐκάμνετε βοήν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 347. ΙΙΙ. δηλῶ ἁπλῶς σκοπὸν ἢ πρόθεσιν, πάντοτε σκοπεύω νὰ πράξω τι χωρὶς νὰ πράττω αὐτὸ ποτέ, ἑπομένως, βραδύνω, ἀναβάλλω, διστάζω, ἀργοπορῶ, μόνον παρ’ Ἀττ. οἱ ὁποῖοι ἔχουσι καὶ μέσον τύπον μέλλομαι ἀκριβῶς μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. (ἴδε κατωτ. 6. ἐν τέλ.) ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς ἐννοίας ἀείποτε συντάσσεται μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., τί μέλλετε... στορνύναι; Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 678, Ο. Κ. 1627, κτλ.· συχνάκις μετὰ τοῦ μὴ οὐ, Αἰσχύλ. Πρ. 627, Σοφ. Αἴ. 540, Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· μετὰ τοῦ μή, τί μέλλομεν... μὴ πράσσειν; Εὐρ. Ἡρακλ. 1209· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανίως μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Εὐρ. Φοίν. 300, Ρῆσ. 673· οὐδέποτε δὲ μετὰ μέλλοντος, Ἔλμσλ. καὶ Ἕρμανν. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1209· - ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. συχνάκις παραλείπεται, τί μέλλεις; τί βραδύνεις; τί ἀργοπορεῖς; Αἰσχύλ. Πρ. 36, πρβλ. Πέρσ. 407, Ἀγ. 908, 1353, Θουκ. 8. 78, κτλ.· τί μέλλετε; Σοφ. Ἀποσπ. 776· μακρὰ μ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 219· μέλλον τι... ἔπος, λόγος ὃν διστάζει τις νὰ εἴπῃ, Εὐριπ. Ἴων 1002. IV. μέλλω συχνάκις εὕρηται ἄνευ τοῦ ἀπαρεμφ., ὅτε τὸ ρῆμα ἀμέσως προηγεῖται ἢ ἕπεται, τὸν υἱὸν ἐόρακας αὐτοῦ; Ἀπόκρ. τί δ’ οὐ μέλλω; διὰ τί νὰ μὴ τὸν [ἔχω ἰδεῖ]; ἤ: «πῶς ὄχι;» δηλ. βεβαίως τὸν ἔχω ἰδεῖ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6· τί δ’ οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Πλάτ. Πολ. 605C· οὕτω, πῶς γὰρ οὐ μέλλει; ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 78Β, κτλ.· ἀλλὰ τί μέλλω; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349D, Ἱππ. Ἐλάττ. 373D· οὕτω καὶ [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] Αἰσχύλ. Πέρσ. 814, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 551· οὐδέν... οὐδὲ ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε Θουκ. 3. 55· οὔτ’ ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ’ ἐμέλλησεν Δείναρχ. 96. 26, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Ε, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 23. - Οὕτως ἐνίοτε τὸ μέλλω φαίνεται συντασσόμενον μετ’ αἰτ., ἥτις ὅμως πράγματι ἀποδίδοται εἰς τὸ παραλειπόμενον ἀπαρέμφ., τὸ μέλλειν ἀγαθὰ (ἐξυπ. πράσσειν), ἡ προσδοκία καλῶν πραγμάτων, Εὐριπ. Ὀρ. 1182, πρβλ. Ι. Α. 1118· - ἐντεῦθεν ἡ μετοχὴ μέλλων κεῖται συχνάκις ἰδίως παρ’ Ἀττ. ἄνευ τῆς ἀπαρ. (ἔνθα δύναται νὰ ὑπονοηθῇ τὸ εἶναι ἢ γίγνεσθαι), ὁ μ. χρόνος Πινδ. Ο. 10 (11). 9, Αἰσχύλ. Πρ. 838, Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε· (παρὰ Γραμμ. ὁ μέλλων εἶναι ὁ ῥηματικὸς τύπος ὁ δηλῶν τὸ μέλλον)· ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις, ὁ αὐτ. ἐν. Πολ. 494C: ἰδίως ἐν τῷ οὐδετ., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, τὰ μέλλοντα νὰ συμβῶσι, τὸ ἀποτέλεσμα, τὸ συμβησόμενον, Πινδ. Ο. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 102, Θουκ. 1. 138., 4. 71, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁπλῶς γενησόμενον (τὸ ἐσόμενον), Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, 4, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 11, 2· εἰς τὸ μέλλον (δηλ. ἔτος) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 9, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 14, Μοῖρ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. νέωτα· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ ἰσχυρότατα ὑμῶν ἐπιχειρήματα εἶναι ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος, Θουκ. 5. 111· - ἀλλά, V. τὸ μέλλομαι φαίνεται ὡς νὰ εἶναι καὶ πράγματι παθητικόν, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα, ὅπως μὴ ἀναβάλλωνται εἰς τὸ μέλλον τὰ δέοντα, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται, ἐν ὅσῳ ἐξακολουθοῦσιν αἱ ἀναβολαὶ αὗται, Δημ. 50. 23 (κοινῶς: μέλλετε): μετοχ. παρακ. μεμελλημένος μόνον παρὰ Γαλην.
English (Autenrieth)
ipf. ἔμελλον, μέλλε: be going or about to do something, foll. by fut. inf., sometimes pres., rarely aor., Ψ 773; μέλλω never means to intend, although intention is of course sometimes implied, τῇ γὰρ ἔμελλε διεξίμεναι πεδίονδε, ‘for by that gate he was going to pass out,’ Il. 6.393; by destiny as it were, of something that was or was not meant to happen, Κύκλωψ, οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους | ἔδμεναι, ‘you were not going to eat the comrades of a man unable to defend himself after all,’ i. e. he was no coward whose companions you undertook to eat, and therefore it was not meant that you should eat them with impunity, Od. 9.475, and often similarly. Virtually the same is the usage that calls for must in paraphrasing, οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι, such methinks ‘must’ be the will of Zeus; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν, ye ‘must’ have heard, Il. 2.116, Il. 14.125, Od. 4.94, Od. 1.232 ; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι, ‘may well’ have lost, Il. 24.46.
English (Slater)
μέλλω (μέλλεις, -ει; μέλλων, -οντα, -οντες, -όντων, -ον acc.: impf. μέλλεν.)
a abs., be about to be “χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” (P. 9.49) esp. part., future, μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.40) ἕκαθεν δ' ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος (Schadewaldt, 273̆{2}: contra Wil., “Zeit des Zögerns”) (O. 10.7) τῶν δὲ μελλόντων τετύφλωνται φραδαί (O. 12.9) σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (N. 7.17)
b be about to, intend
a c. aor. inf. Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν (O. 7.61) Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (O. 8.32) “καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (P. 9.52)
II c. pres. inf. ἄνδρα ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64)
English (Abbott-Smith)
μέλλω, [in LXX: Jb 3:8 (עָתִיד) 19:25 (אַחֲרוֹן); elsewhere for fut., and freq. in Wi, II, IV Mac;]
to be about to be or do;
1.c. inf. (Bl., §62, 4; 68, 2; M, Pr., 114);
(a)of intending or being about to do ofone's own free will: c. inf. praes., Mt 2:13, Lk 10:1, Ac 3:3 5:35, He 8:5, II Pe 1:12 (Field, Notes, 240), al.; c. inf. aor. (Bl., §58, 3), Ac 12:6, Re 3:16;
(b)of compulsion, necessity or certainty: c. inf. praes., Mt 16:27, Lk 9:31, Jo 6:71, Ro 4:24, al.; c. inf. aor., Ro 8:18, Ga 3:23, Re 3:2 12:4.
2.Ptcp., ὁ μέλλων: absol., Ro 8:38, I Co 3:22; τὰ μ., Col 2:17; εἰς τὸ μ. (Field, Notes, 65); c. subst., Mt 3:7 12:32 (ὁ αἰὼν ὁ μ.; LXX for עַד), Ac 24:25, I Ti 4:8, He 2:5, al.
English (Strong)
a strengthened form of μέλω (through the idea of expectation); to intend, i.e. be about to be, do, or suffer something (of persons or things, especially events; in the sense of purpose, duty, necessity, probability, possibility, or hesitation): about, after that, be (almost), (that which is, things, + which was for) to come, intend, was to (be), mean, mind, be at the point, (be) ready, + return, shall (begin), (which, that) should (after, afterwards, hereafter) tarry, which was for, will, would, be yet.
English (Thayer)
future μελλήσω (L T Tr WH in ἔμελλον (so all editions in T WH); R G); T); L Tr); R present); L Tr)) and ἤμελλον (so all editions in R G); R G L); R G); R G T); L); cf. references under the word βούλομαι, at the beginning and Rutherford's note on Babrius 7,15), to be about to do anything; so:
1. the participle, ὁ μέλλων, absolutely: τά μέλλοντα and τά ἐνεστῶτα are contrasted, εἰς τό μέλλον, for the future, hereafter, εἰς, A. II:2 (where Grimm supplies ἔτος)); τά μέλλοντα, things future, things to come, i. e., according to the context, the more perfect state of things which will exist in the αἰών μέλλων, ὁ αἰών ὁ μέλλων, ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης, τήν οἰκουμένην τήν μέλλουσαν, τῆς μελλούσης ὀργῆς τό κρίμα τό μέλλον, πόλις, τά μέλλοντα ἀγαθά, L Tr marginal reading WH text γενομένων); τοῦ μέλλοντος namely, Ἀδάμ, i. e. the Messiah, Winer's Grammar, 333 f (313); Buttmann, § 140,2), a. to be on the point of doing or suffering something: with an infinitive present, ἤμελλεν ἑαυτόν ἀναιρεῖν, τελευτᾶν, ἀποθνῄσκειν, to intend, have in mind, think to: with an infinitive present, L T Tr WH); Homer down; cf. Winer's Grammar, 333 f (313 f); Lob. ad Phryn., p. 745ff; (but see Rutherford, New Phryn., p. 420ff)): L T WH; βαλεῖν R G); ἔσεσθαι, R G.
c. as in Greek writings from Homer down, of those things which will come to pass (or which one will do or suffer) by fixed necessity or divine appointment (German sollen (are to be, destined to be, etc.)); with present infinitive active: ἡλιάς ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, ὁ μέλλων λυτροῦσθαι, κρίνειν, WH marginal reading κρῖναι); with present infinitive passive: Tdf. γενέσθαι); τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης, τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι, τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, ἔσεσθαι, to delay: τί μέλλεις; Aeschylus Prom. 36; τί μέλλετε; Euripides, Hec. 1094; Lucian, dial. mort. 10,13, and often in secular authors; 4 Maccabees 6:23; 9:1).
Greek Monolingual
(ΑM μέλλω)
1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῖν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.)
2. (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε
πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να...
β) έμελλε
ήταν μοιραίο
γ) μέλλεται
είναι γραφτό, είναι πεπρωμένο
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) μέλλων, -ουσα, -ον
μελλοντικός
4. (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. μέλλοντας και μέλλον
νεοελλ.
παροιμ. α) «όπου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει» — εάν είναι μοιραίο να έχει κάποιος αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες
β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι είναι μοιραίο να πάθει κάποιος δεν μπορεί να το αποφύγει
μσν.
αναμένω, περιμένω
μσν.-αρχ.
είμαι προορισμένος από τη μοίρα να πράξω ή να υποστώ κάτι («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῦ κοάξ», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οφείλω σύμφωνα με το δίκαιο να κάνω κάτι («καὶ λίην σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», Ομ. Οδ.)
2. (για δήλωση συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) συμπεραίνω ύστερα από σκέψη ότι θα γίνει κάτι (α. «μέλλω που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», Ομ. Ιλ.
β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε δαίμων», Ομ. Οδ.)
3. (για δήλωση μεγάλης πιθανότητας στο παρόν) νομίζω, υποθέτω, μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», Αριστοφ.)
4. χρονοτριβώ, αναβάλλω, καθυστερώ («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν», Θουκ.)
5. φρ. α) «τί οὐ μέλλω;» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, πράγματι, τί νόμιζες; β) «μέλλων σφυγμός» — αραιός σφυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μέλλω ανάγεται πιθ. σε τ. μελ-γο (< ΙΕ ρίζα mel- «διστάζω, αργώ») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. prō-mellere «αναβάλλω μια δίκη» και αρχ. ιρλδ. mall «αργός, οκνηρός». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε μέλος «φροντίδα», οπότε συνδέεται με την οικογένεια του μέλω. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. μολεῖν «έρχομαι», «πορεύομαι», ενώ είναι αμφίβολη και προβληματική η σύνδεση της με τη λ. μέλος και το λατ. molior «κινώ, παρακινώ». Η αρχική σημ. του ρήματος είναι «προορίζομαι, προτίθεμαι», ενώ η τοποθέτηση της πρόθεσης στο μέλλον και η μελλοντική χροιά που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους καθαρά εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η σημασία «διστάζω, αργώ» είναι υστερογενής.
ΠΑΡ. αρχ. μέλλημα, μέλλησις, μελλησμός, μελληστής, μελλητής, μελλώ
μσν.
μέλλησμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελλόγαμπρος, μελλόγαμος, μελλοθάνατος, μελλόνυμφος
αρχ.
μελλάρχων, μελλέβιος, μελλείρην, μελλέπταρμος, μελλέφηβος, μελλιέρη, μελλογραμματεύς, μελλογυμνασίαρχος, μελλοδειπνικός, μελλολέων, μελλονικιώ, μελλονυμφίος, μελλόπαις, μελλόπλουτος, μελλόποσις, μελλοπρόεδρος, μελλοπρύτανις, μελλοφωτιστής, μελλυμέναιος
μσν.
μελλοβασιλεύς, μελλοκυρία, μελλοπατρίκιος, μελλοπεθερά, μελλοφανής. (Β' συνθετικό) αρχ. αντεπιμέλλω, αντιμέλλω, διαμέλλω, καταμέλλω.
Greek Monotonic
μέλλω: παρατ. ἔμελλον ή ἤμελλον, Επικ. μέλλον, Ιων. μέλλεσκον, μέλ. μελλήσω, αόρ. αʹ ἐμέλλησα — Παθ., βλ. κατωτ. III.
I. 1. σκέφτομαι να πράξω κάτι, προτίθεμαι να κάνω, ετοιμάζομαι για μια πράξη, με απαρ., κυρίως απαρ. μέλ., τάχ' ἔμελλε δώσειν, ήταν μόλις έτοιμος να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον, σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· συχνά με το οὐκ ἄρα, όπως, οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν; δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι έτοιμος να κάνω κάτι (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει κάτι, τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι, το σπίτι ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν, εάν ήμαστε σε θέση να αναφέρουμε, σε Πλάτ.
2. εκφράζω μια βεβαιότητα, μέλλω ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει αμάρτημα έναντι των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ.
3. τονίζω μια πιθανότητα, όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει κάτι, που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' ἀκουέμεν, είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις ἴδμεναι, πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν, επιπλέον, δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) βοή, θα ψηφίσετε δια βοής υποταγή, σε Αριστοφ.
II. 1. τονίζω μια απλή πρόθεση για κάτι, έχω πάντοτε την πρόθεση να κάνω κάτι χωρίς ποτέ να το κάνω, και έτσι καθυστερώ, αναβάλλω, διστάζω, έχω ενδοιασμούς, κυρίως με απαρ. ενεστ., τί μέλλομεν χωρεῖν; σε Σοφ.· συχνά ακολουθ. από το μὴ οὐ ή μή, τί μέλλομεν μὴ πράσσειν; σε Ευρ.
2. το μέλλω συχνά υφίσταται χωρίς το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; (απάντ.): τί δ' οὐ μέλλω; γιατί δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι σίγουρος ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε (ενν. παθεῖν), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το μέλλω φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, τὸ μέλλειν ἀγαθά (ενν. πράσσειν), προσδοκία για καλά πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ.
3. η μτχ. μέλλων χωρίς απαρ. (όπου το εἶναι ή το γίγνεσθαι είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ μέλλων χρόνος, ὁ μελλοντικός χρόνος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· ιδίως στο ουδ., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, συμβάν, ζήτημα, το μέλλον, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ.
III. το μέλλομαι ως Παθ., ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: be destined, must have; be (probably), surely, linger, hesitate (Il.). (On the dev. of the meaning Treu Von Homer zur Lyrik 131 w. n. 1. On the augment ἠ- Debrunner Festschr. Zucker 101 f., 108).
Other forms: Aor. μελλῆσαι (Thgn., Att. prose), fut. μελλήσω (D.),
Compounds: Rarely with δια-, κατα-, ἀντι-. As 1. member in μελλό-γαμος = μέλλων γαμεῖν S.), μελλ-είρην who is on the point to be εἰρήν (Lacon.), s. Sommer Nominalkomp. 175 n. 1.
Derivatives: μέλλησις want to act, the (mere) intention, the lingering, hesitation (Th., Pl. Lg., Arist.), μέλλημα deferment (E., Aeschin., -ησμα PMasp.), μελλώ f. lingering (A. Ag. 1356), μελλησμός delay, undecidedness (Epicur., D. H.), also approach, of an illness (Aret.); μελλητής m. lingerer (Th. 1, 70, Arist.; Fraenkel Nom. ag. 2, 72 w. n. 6), -τικός hesitating (Arist.), μελλητιᾶν τὸ μέλλειν H. (like βινητιᾶν a. o., Schwyzer 732).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To the full grade yot-resent μέλλω (< *μελ-ι̯ω, Schwyzer 715) only later non-present forms and nominal derivations were made. -- As the concrete kernel of the meaning of μέλλω remains unknown, all attempts at an explanation are hypothetic. Old (since Froehde BB 3, 307) is the connection with Lat. prō-mellere litem promovere (Paul. Fest.), to which acc. to Fick further OIr. mall slow, tardy (WP. 2, 291 f., Pok. 720, W.-Hofmann s. prōmellere). Acc. to Gray Lang. 23, 247 denominative to *μέλος concern, interest to μέλω, Lat. melior etc. Quite diff. Szemerényi AmJPh 72, 346ff.: to μολεῖν go, with also μέλος member, Lat. mōlior with force set in movement etc. [?].
Middle Liddell
I. to think of doing, intend to do, to be about to do, with inf., mostly inf. fut., τάχ' ἔμελλε δώσειν he was just going to give, Il.; μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον thou thinkest to strip me of the prize, Il.; often with οὐκ ἄρα, as, οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν; did you not think you might stop? could you not stop? Od., etc.; to be about to do (on compulsion), to be destined to do or to be, τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον which were not to be accomplished, Il.; μέλλεν οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι the house was destined to be wealthy, Od.; εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν if we were able to refer, Plat.
2. to express a certainty, μέλλω ἀπέχθεσθαι Διί it must be that I am hated by Zeus, Il.; μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι I must have sinned against the immortals, Od.
3. to mark a probability, when it may be rendered to be like to do or be, or expressed by an adv., τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν belike ye have heard it, Hom.; μέλλεις ἴδμεναι thou art like to know of it, Od.; ἐμέλλετ' ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν aye, all of you were like to raise (i. e. I thought you would raise) a cry of submission, Ar.
II. to mark mere intention, to be always going to do without ever doing, and so to delay, put off, hesitate, scruple, mostly with inf. pres., τί μέλλομεν χωρεῖν; Soph.; often followed by μὴ οὐ or μή, τί μέλλομεν μὴ πράσσειν; Eur.
2. μέλλω often stands without its inf., τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; Answ. τί δ' οὐ μέλλω; why shouldn't I have seen him? i. e. be sure I have, Xen.; οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε (sc. παθεῖν) Thuc.:—so, when μέλλω seems to govern an acc., an inf. is omitted, τὸ μέλλειν ἀγαθά (sc. πράσσειν) the expectation of good things, Eur.: hence
3. the part. μέλλων without an inf. (where εἶναι or γίγνεσθαι may be supplied), ὁ μ. χρόνος the future time, Pind., Aesch.; especially in neut., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα things to come, the event, issue, future, Aesch., etc.:—so in Mid., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται your strongest pleas are hopes in futurity, Thuc.
III. μέλλομαι as Pass., ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα that the necessary steps might not be delayed, Xen.; ἐν ὅσωι ταῦτα μέλλεται while these delays are going on, Dem.
Frisk Etymology German
μέλλω: (seit Il.),
{méllō}
Forms: Aor. μελλῆσαι (Thgn., att. Prosa), Fut. μελλήσω (D. u. a.),
Grammar: v.
Meaning: ‘bestimmt sein, sollen, müssen; im Begriff sein, gedenken, Bedenken tragen. zögern, zaudern’ (zur Bed.-entw. Treu Von Homer zur Lyrik 131 m. A. 1, zum Augment ἠ- Debrunner Festschr. Zucker 101 f., 108).
Composita: vereinzelt mit δια-, κατα-, ἀντι-. Als Vorderglied in μελλόγαμος = μέλλων γαμεῖν (S. u. a.), μελλείρην der im Begriff steht, εἰρήν zu sein]] (lakon.) u. a., s. Sommer Nominalkomp. 175 A. 1.
Derivative: Ableitungen: μέλλησις ‘das Handelnwollen, die (bloße) Absicht, das Zögern, die Verzögerung’ (Th., Pl. Lg., Arist.), μέλλημα Aufschub E., Aeschin. u. a., -ησμα PMasp.), μελλώ f. das Zögern (A. Ag. 1356), μελλησμός Verzögerung, Unentschlossenheit (Epikur., D. H. u. a.), auch das Herannahen, von einer Krankheit (Aret.); μελλητής m. Zauderer (Th. 1, 70, Arist.; Fraenkel Nom. ag. 2, 72 m. A. 6), -τικός zögernd (Arist. u.a.), μελλητιᾶν· τὸ μέλλειν H. (wie βινητιᾶν u. a., Schwyzer 732).
Etymology: Zu dem hochstufigen Jotpräsens μέλλω (aus *μελι̯ω, Schwyzer 715) wurden erst nachträglich außerpräs. Verbformen und nominale Ableitungen hinzugebildet. — Da der konkrete Begriffskern von μέλλω unbekannt bleibt, sind alle Erklärungsversuche hypothetisch. Alt (seit Froehde BB 3, 307) ist die Zusammenstellung mit lat. prō-mellere litem promovere (Paul. Fest.), wozu nach Fick noch air. mall langsam, träge (WP. 2, 291 f., Pok. 720, W.-Hofmann s. prōmellere). Nach Gray Lang. 23, 247 Denominativum zu *μέλος concern, interest zu μέλω, lat. melior usw. Ganz anders Szemerényi AmJPh 72, 346ff.: zu μολεῖν gehen, wozu noch μέλος Glied, lat.mōlior rnit Anstrengung in Bewegung setzen u. a. m. [?].
Page 2,202-203
Chinese
原文音譯:mšllw 姆羅
詞類次數:動詞(110)
原文字根:(將近)周圍 相當於: (כִּי / כִּי עַל כֵּן / כִּי־אִם / כַּמָּה) (עָתִיד)
字義溯源:意欲,想要,打算,將,勢將,將要,將來,必將,將來的事,將要來的,必從,要,必要,剛要,正要,卻要,就要,正當,當要,快要,要把,要來,要來的事,該當,應當,打算,意欲,欲,到,得以,耽延,後世,後來,來,來世;源自(μέλει / μέλω)*=顧念)。以色列人長期受外國統冶,被列邦轄管,一心渴望彌賽亞的拯救,於是他們常說到:將要,將來,必將,快要,⋯等等
出現次數:總共(111);太(10);可(2);路(12);約(12);徒(34);羅(5);林前(1);加(1);弗(1);西(1);帖前(1);提前(3);提後(1);來(10);雅(1);彼前(1);彼後(2);啓(13)
譯字彙編:
1) 將要(30) 太17:12; 太17:22; 太20:22; 可10:32; 路9:44; 約11:51; 約12:4; 徒3:3; 徒12:6; 徒19:27; 徒20:7; 徒21:37; 徒23:27; 徒26:22; 徒27:10; 羅4:24; 羅8:18; 提前1:16; 提後4:1; 來1:14; 來8:5; 來11:8; 彼前5:1; 啓1:19; 啓3:2; 啓3:10; 啓6:11; 啓8:13; 啓10:7; 啓12:4;
2) 要(22) 太16:27; 路19:11; 路21:36; 路22:23; 路24:21; 約6:6; 約7:35; 約7:39; 約14:22; 徒13:34; 徒16:27; 徒17:31; 徒22:29; 徒23:3; 徒23:15; 徒23:20; 徒24:15; 徒25:4; 徒27:2; 徒27:30; 雅2:12; 啓2:10;
3) 要來的(6) 太3:7; 羅5:14; 加3:23; 弗1:21; 來2:5; 來13:14;
4) 要來(5) 徒24:25; 西2:17; 提前4:8; 來9:11; 來10:1;
5) 將(5) 可13:4; 路21:7; 徒11:28; 徒21:27; 徒27:33;
6) 將來(2) 路13:9; 提前6:19;
7) 他們要(2) 約6:15; 徒20:38;
8) 來(2) 太12:32; 來6:5;
9) 將來的事(2) 羅8:38; 林前3:22;
10) 他將要(2) 約12:33; 約18:32;
11) 你要(2) 徒22:26; 啓2:10;
12) 要來的事(1) 來11:20;
13) 必要(1) 徒28:6;
14) 我們必將(1) 帖前3:4;
15) 就要(1) 羅8:13;
16) 勢將(1) 來10:27;
17) 我正要(1) 啓10:4;
18) 你們⋯要(1) 太24:6;
19) 他⋯將要(1) 路9:31;
20) 你⋯耽延(1) 徒22:16;
21) 牠將要(1) 啓17:8;
22) 是將要(1) 啓12:5;
23) 後世(1) 彼後2:6;
24) 我將要(1) 啓3:16;
25) 他要把(1) 徒26:23;
26) 我卻要(1) 彼後1:12;
27) 欲(1) 徒20:3;
28) 到的(1) 路10:1;
29) 他必從(1) 路19:4;
30) 快要(1) 路7:2;
31) 將要來的(1) 路3:7;
32) 當要(1) 太11:14;
33) 正當(1) 太20:17;
34) 他快要(1) 約4:47;
35) 後來(1) 約6:71;
36) 意欲(1) 徒20:13;
37) 打算(1) 徒20:13;
38) 必將(1) 太2:13;
39) 剛要(1) 徒18:14;
40) 他要(1) 約7:35;
41) 該當(1) 徒5:35;
42) 得以(1) 徒26:2
Mantoulidis Etymological
(=σκοπεύω νά κάνω κάτι, βραδύνω). Εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος ἀπό τή ρίζα μελ- τοῦ μέλω. Θέμα μελ + πρόσφυμα j → μέλjω, μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ → μέλλω.
Παράγωγα: μέλλησις (=καθυστέρηση), μέλλημα (=ἀργοπορία), μελλησμός, μελλητέον, μελλητής, μελλητικός, ἀμέλλητος, ἀμελλητί, ἀμελλήτως.
Lexicon Thucydideum
futurum esse, to be going to be,
a) c. inf. fut. with future infinitive 1.10.4, 1.22.1, 1.22.4, 1.107.3, [nonnulli codd. several manuscripts κωλύειν]. Ibid. in the same place 1.114.1, [vulgo commonly ἐσβάλλειν] 1.130.2, 1.132.5, 1.134.1, 2.8.2, 2.8.3, 2.12.3, [vulgo commonly διαλύεσθαι]. 2.13.9, 2.18.1, 2.24.1, 2.67.1, 2.67.3, 2.71.1, 2.72.3, 2.76.4, 2.89.5, 3.11.1, 3.11.3, 3.12.1, 3.16.3, 3.20.3, 3.22.3, 3.40.3, 3.49.4, 3.70.6, 3.75.2, 3.115.5, 4.1.4, 4.8.7, 4.17.1, 4.24.3, 4.32.4, 4.46.5, 4.66.4, 4.68.5, 4.76.3, 4.108.6, 4.115.2, 4.121.2, 4.124.4, 4.132.2, 5.11.1, 5.38.4, 5.66.1, 5.75.1, 6.8.1, 6.29.3, 6.31.5, 6.32.1, 6.66.1, 6.67.3,
item likewise 6.90.3. 6.90.4, 6.99.2, 6.104.1, 7.22.1, 7.32.1, 7.60.2, 7.60.27.73.3, 7.83.4, [nonnulli codd. several manuscripts πορεύεσθαι]. 8.2.3, 8.24.5, 8.27.1, 8.39.2, 8.51.1, 8.51.18.73.2. 8.87.3, 8.88.1,
b) c. inf. praes. with present infinitive 1.45.3, 1.68.2, 1.86.4, 1.134.3, 1.134.4, 2.7.1, 2.16.2, 2.75.2, 2.81.1, 3.80.2, 3.82.5, 4.4.2, 4.9.1, 4.52.4, 4.67.3, 4.75.1, 4.77.1, 4.92.1, 4.94.2, 4.116.2, 4.125.2, 5.9.1, 5.69.1, 5.116.1, 6.20.2, 6.21.2, 6.96.1, 7.2.1, 7.4.3, 7.31.1, 7.31.4, 7.50.4, 7.69.2, 7.78.4, 8.5.2, 8.6.5, [Vat. Vatican manuscript πέμψειν]. 8.23.5, 8.66.1, 8.79.5, 8.85.2,
c) c. utroque, with either 4.117.2, [vulgo commonly κινδυνεύσειν] 6.42.1,
d) c. inf. aor. with aorist infinitive 1.70.7, 3.92.2, 5.30.1, 5.98.1, 6.30.2,
e) omisso inf. with infinitive omitted 1.36.1, 1.101.2, 2.39.4, 2.64.6, 2.87.1, 3.38.4, 3.55.2, 4.68.6, 4.93.3, 4.123.2, 5.16.1, 5.54.2, 6.76.1, 6.92.4, 7.15.2, 7.20.2, 7.61.1, 7.62.1, 66, 8.43.2, 8.51.2,
f) τὸ μέλλον, futurum, about to be, 1.42.2, 1.90.1, 3.39.3, 3.42.2, 3.44.3, 3.44.33.48.2, 4.62.4, 4.71.1, 5.30.1, 6.35.1, 6.69.3, 6.74.1, 7.38.2, 7.71.2, 7.77.3, 8.73.4,
futura, going to be, 1.123.1, 1.138.3, 5.87.1, 5.113.1, 6.9.3, 6.31.1. 6.6.1, 8.81.2,
B) cunctari, to delay, 1.42.2, 1.69.2, 1.84.1, 1.86.2, 1.86.21.124.1, 5.30.5, 5.86.1, 6.10.5, 6.93.1, 7.49.3, 7.50.4, 8.78.1,
PASS. 5.111.2.