θηλύσπορος

Revision as of 21:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A of female kind, γέννα, of the daughters of Danaus, A.Pr.855.

German (Pape)

[Seite 1208] γέννα, weiblich, Aesch. Prom. 857.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύσπορος: -ον, τοῦ θήλεος γένους, γέννα, ἐπὶ τῶν θυγατέρων τοῦ Δαναοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 855.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté (propr. semé) par une femme.
Étymologie: θῆλυς, σπείρω.

Greek Monolingual

θηλύσπορος, -ον (Α)
φρ. «θηλύσπορος γέννα» — οι κόρες του Δαναού, ο οποίος δεν είχε αγόρια, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

θηλύσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που ανήκει στο θηλυκό γένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλύσπορος: женский, состоящий из (одних) женщин (γέννα, т. е. Δαναΐδες Aesch.).