θοινατήριον

Revision as of 21:51, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

τό,

   A = θοίνη, E.Rh.515.

Greek (Liddell-Scott)

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.

Greek Monolingual

θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτήριον: τό Eur. = θοίναμα.