θοίναμα

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοίνᾱμα Medium diacritics: θοίναμα Low diacritics: θοίναμα Capitals: ΘΟΙΝΑΜΑ
Transliteration A: thoínama Transliteration B: thoinama Transliteration C: thoinama Beta Code: qoi/nama

English (LSJ)

-ατος, τό, meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.

German (Pape)

[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.

Russian (Dvoretsky)

θοίνᾱμα: ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.

Greek (Liddell-Scott)

θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.

Greek Monolingual

θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.

Middle Liddell

θοίνᾱμα, ατος, τό, θοινάω
a meal, feast, Eur.