ἱππάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἵππος,
A pony, PCair.Zen.30,al. (iii B.C.), Arr.Tact.19.3. 2 wretched horse, in contempt, X.Cyr.1.4.19, Plu. Phil.7, Them.Or.24.306d. 3 statuette of a horse, IG11(2).203B 84 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1257] τό, dim. von ἵππος, Pferdchen, Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, μικρὸς ἵππος, «ἀλογάκι», Ξεν. Κύρ. 1. 4, 19. 2) «ἱππάριον· ὄρνεον ποιόν, παραπλήσιον χηναλώπεκι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cheval ou jeune cheval, animal.
Étymologie: ἵππος.
Greek Monotonic
ἱππάριον: τό, υποκορ. του ἵππος, μικρός ίππος, αλογάκι, πουλάρι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱππάριον: τό лошадка Xen., Plut.