A v. ἴπτομαι.
ἴψαο: ἴδε τὸ ῥῆμα ἴπτομαι.
2ᵉ sg. ao. Moy. de ἴπτομαι.
see ἴπτομαι.
ἴψαο: Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ του ἴπτομαι.
ἴψαο: эп. 2 л. sing. aor. к ἴπτομαι.