καθαιματόω

Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

= foreg., E.Hel.1599, HF234, 256, Ph. 1161, Ar.Th.695:—Pass., Luc.Ind.9.

German (Pape)

[Seite 1279] dasselbe; βωμόν Ar. Th. 695; Eur. γένυν καθῃμάτωσεν Phoen. 1167; Hel. 1615; in sp. Prosa, τὰ σκέλη καθῃματωμένος Luc. adv. ind. 9.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμᾰτόω: τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. καθῃμάτωσα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱματόω.

Greek Monotonic

καθαιμᾰτόω: = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμᾰτόω: (aor. καθῃμάτωσα)
1) обагрять кровью (βωμόν Arph.);
2) ранить до крови, разбивать (κρᾶτα πολεμίων ξένων Eur.; τὰ σκέλη Luc.).