κάγ

Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

poet. form for κατά before γ, κὰγ γόνυ for κατὰ γόνυ, Il.20.458;

   A κὰγ γόνων Sapph.44; κὰγ γᾶν dub. in SIG179.9 (Boeot., iv B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κάγ: σπάνιον ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ γ, κὰγ γόνυ ἀντὶ κατὰ γόνυ· κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν Ἰλ. Υ. 458· κὰγ γόνων Σαπφὼ 25 (50).

French (Bailly abrégé)

p. apocope et assimilation poét. pour κατά devant un γ : κὰγ γόνυ.

English (Autenrieth)

see κατά.

Greek Monotonic

κάγ: Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κάγ: эп. = κατά перед начальной γ следующего слова; только в выраж.: κὰγ γόνυ Hom. (= κατὰ γόνυ) в колено.