κάγ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
poet. form for κατά before γ, κὰγ γόνυ for κατὰ γόνυ, Il.20.458; κὰγ γόνων Sapph.44; κὰγ γᾶν dub. in SIG179.9 (Boeot., iv B.C.).
French (Bailly abrégé)
p. apocope et assimilation poét. pour κατά devant un γ : κὰγ γόνυ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάγ ep. en Aeol. apoc. van κατά (voor κ, γ, χ).
Russian (Dvoretsky)
κάγ: эп. = κατά перед начальной γ следующего слова; только в выраж.: κὰγ γόνυ Hom. (= κατὰ γόνυ) в колено.
Greek (Liddell-Scott)
κάγ: σπάνιον ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ γ, κὰγ γόνυ ἀντὶ κατὰ γόνυ· κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν Ἰλ. Υ. 458· κὰγ γόνων Σαπφὼ 25 (50).
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάγ: Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.