καλλάϊνος

Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A v. καλάϊνος.

German (Pape)

[Seite 1309] u. κάλλαϊς, s. καλάϊνος u. κάλαϊς.

Greek (Liddell-Scott)

καλλάϊνος: κάλλαϊς, ἴδε καλάϊνος.

Spanish

de color turquesa

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. καλάινος.

Russian (Dvoretsky)

καλλάϊνος: бирюзовый, лазоревый (πλινθίς Anth.).