κάλλαϊς
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
v. κάλαϊς.
French (Bailly abrégé)
c. κάλαϊς.
Greek Monolingual
και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].
Frisk Etymological English
-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: blue-green stone, turquoise (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Frisk Etymology German
κάλλαϊς: -ιδος
{kállaïs}
Grammar: f.
Meaning: blaugrüner Stein, Türkis (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Page 1,764
German (Pape)
s. κάλαϊς.