κάλλαϊς

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαϊς Medium diacritics: κάλλαϊς Low diacritics: κάλλαϊς Capitals: ΚΑΛΛΑΪΣ
Transliteration A: kállaïs Transliteration B: kallais Transliteration C: kallais Beta Code: ka/llai+s

English (LSJ)

v. κάλαϊς.

French (Bailly abrégé)

c. κάλαϊς.

Greek Monolingual

και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].

Frisk Etymological English

-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: blue-green stone, turquoise (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.

Frisk Etymology German

κάλλαϊς: -ιδος
{kállaïs}
Grammar: f.
Meaning: blaugrüner Stein, Türkis (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Page 1,764

German (Pape)

s. κάλαϊς.