καταπιπράσκω
English (LSJ)
A sell outright, καταπρᾱθείς Luc.Sat.16.
German (Pape)
[Seite 1370] (s. πιπράσκω), verkaufen, καταπραθείς Luc. cronosol. 16.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιπράσκω: ἐντελῶς πωλῶ, καταπραθείς, Λουκ. Κρονοσόλ. 16.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Pass. καταπραθείς;
vendre.
Étymologie: κατά, πιπράσκω.
Greek Monolingual
καταπιπράσκω (Α)
(επιτ. τ. του πιπράσκω) πουλώ εξ ολοκλήρου, ξεπουλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιπράσκω «πουλώ»].
Greek Monotonic
καταπιπράσκω: ξεπουλώ, καταπραθείς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταπιπράσκω: (aor. pass. καταπρᾱθείς) продавать: τὸ καταπραθέν Luc. выручка от продажи.