κατέσκληκα

Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A v. κατασκέλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατασκέλλω.

Greek Monotonic

κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.