κατέσκληκα
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
v. κατασκέλλομαι.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.
Russian (Dvoretsky)
κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.