κεκράανται

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek (Liddell-Scott)

κεκράανται: κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. de κραίνω.

English (Autenrieth)

see κεράννῦμι.

Greek Monotonic

κεκράανται: -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

κεκράανται: (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω.