κεκράανται: κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.
3ᵉ pl. pf. de κραίνω.
see κεράννῦμι.
κεκράανται: -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του κραίνω.
κεκράανται: (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω.