κεκόρημαι

Revision as of 22:49, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

κεκορηώς,

   A v. κορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκόρημαι: κεκορηώς, ἴδε ἐν λέξ. κορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ion. de κορέννυμι.

English (Autenrieth)

see κορέννῦμι.

Greek Monotonic

κεκόρημαι: Ιων. αντί κεκόρεσμαι, Παθ. παρακ. του κορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεκόρημαι: эп.-ион. pf. pass. к κορέννυμι.