κεκόρεσμαι

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de κορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεκόρεσμαι: pf. pass. к κορέννυμι.