καταψευστός

Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
controuvé, fabuleux.
Étymologie: καταψεύδομαι.

Russian (Dvoretsky)

καταψευστός: выдуманный, баснословный (θηρία Her. - v. l. ἀκατάψευστος).