καταψεύδομαι

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψεύδομαι Medium diacritics: καταψεύδομαι Low diacritics: καταψεύδομαι Capitals: ΚΑΤΑΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: katapseúdomai Transliteration B: katapseudomai Transliteration C: katapseydomai Beta Code: katayeu/domai

English (LSJ)

fut. καταψεύσομαι: pf. κατέψευσμαι D.55.8, Ep.3.35: also in pass. sense, as also aor. κατεψεύσθην, v.infr. ΙΙ:—
A tell lies against, speak falsely of, τινος Ar.Pax533, Lys. 16.8, Antipho 2.4.7, Pl.R. 381d, D.21.134, etc.; κ. τινὸς πρός τινα accuse falsely to another, Plu. Them.25, Phoc.33: abs., Hyp.Lyc.8.
2 allege falsely against, τί τινος And. 1.8, Pl.Euthd.283e, R.391d; τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου D.18.9; ἑαυτοῦ μωρίαν D.H.4.68.
3 say falsely, pretend, ὡς… E.Ba.334; feign, invent, τι D.18.11.
4 c. gen., make a pretence of, ὕπνου Luc.Asin.7; give a false account of, γένους Arist.Pr.950b6; τῶν πραγμάτων J.BJ Prooem.1.
II Pass., to be falsely reported, Ἑλληνικὸς ὅρκος καταψεύδεται Theon Prog.2; τὰ κατεψευσμένα false allegations, Antipho 5.19; to be falsely accused, προδότης εἶναι κατεψεύσθη Philostr.Her.10.7, cf.VA5.24.
2 of writings, to be falsely attributed, τινος to one, Ael.VH12.36: abs., to be spurious, Ath.15.697a, Plu.2.833c.
3 to be wrong, be in error, Phld.Mus.p.103 K., Str.9.2.33: c.gen., about... Sor.1.14, 2.4.

French (Bailly abrégé)

f. καταψεύσομαι, ao. κατεψευσάμην au sens. Act., κατεψεύσθην au sens Pass., pf. κατέψευσμαι;
I. au sens Act. 1 proférer un mensonge ou une calomnie : τινος contre qqn ; τινός τι accuser faussement qqn de qch ; τινος πρός τινα accuser faussement une personne auprès d'une autre;
2 avec un seul rég. faire une fausse déclaration au sujet de : ὕπνου LUC prétexter le sommeil ; simpl. feindre, imaginer, acc.;
II. Pass. (d'ord. à l'ao. κατεψεύσθην, et qqf au pf., rar. au prés.) être imaginé faussement ; en parl. d'écrits κ. τινος ÉL être faussement attribué à qqn ; abs. être faux ou apocryphe.
Étymologie: κατά, ψεύδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ψεύδομαι valse beschuldiging uiten (tegen), liegen (over iem.), met (acc. v. h. inw. obj. en) gen.:; ἅ μου κατεψεύσαντο οἱ κατήγοροι de valse beschuldigingen die de aanklagers tegen mij hebben afgelegd And. 1.8; ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι zij hebben het gewaagd leugens over mij te vertellen Lys. 16.8; met ὡς:. καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι lieg maar mooi dat hij bestaat Eur. Ba. 334. verzinnen:; δοκεῖ κατεψεῦσθαι het schijnt verzonnen Plut. Them. 2.8; als excuus aanvoeren, met gen.: τοῦ ὕπνου κ. slaap als excuus aanvoeren Luc. 39.7.

German (Pape)

erlügen, erdichten; καταψεύδου καλῶς, ὡς ἔστι θεός Eur. Bacch. 334; τινός, gegen Einen Unwahrheiten vorbringen, Ar. Pax 532; τῶν ἄλλων καταψεύδει τοιοῦτο πρᾶγμα Plat. Euthyd. 283f; Antiph. 2 δ 7; Andoc. 1.8; Lys. 16.8; Sp., wie Plut. Alex. 24, πρός τινα Them. 25; ἐπίθετον ἑαυτοῦ καταψεύσασθαι μωρίαν, den Schein der Dummheit annehmen, Dion.Hal. 4.68; so auch im perf., κατεψευσμένοι πάντα εἰσὶν ἡμῶν Dem. 55.8; aber auch pass., κατέψευσται ὁ λόγος Ath. XV.697a; κατεψεῦσθαι ταῦτα τὰ διηγήματα δοκεῖ, sie scheinen erdichtet zu sein, Plut. Them. 2; vgl. Ael. V.H. 12.36 und Ath. XV.

Russian (Dvoretsky)

καταψεύδομαι:
1 лгать, клеветать: ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι Lys. (мои противники) осмелились лгать на меня; κ. τινος πρός τινα Plut. клеветать на кого-л. перед кем-л.; κ. τινος τοιοῦτο πρᾶγμα Plat. взвести на кого-л. подобную небылицу;
2 выдумывать, сочинять (τὴν αἰτίαν Plut.);
3 нести вздор, представлять в ложном освещении (τὰ πεπολιτευμένα τινος Dem.): κ. τινος Arst., Luc., Plut. говорить вздор насчет чего-л.

Greek Monolingual

καταψεύδομαι (AM)
λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.)
αρχ.
1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῦσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ καταψεύδου καὶ διέβαλλες ἐξετάσω», Δημοσθ.)
3. παριστάνω ψευδώς, διαστρέφω, παραμορφώνω
4. δίνω ψευδείς, εσφαλμένες πληροφορίες για κάποιον ή κάτι («καταψεύδεσθαι γένους», Αριστοτ.)
5. (ως παθ.) (για σύγγραμμα) αποδίδομαι εσφαλμένα σε κάποιον, είμαι νόθος, ψευδεπίγραφος
6. (ως παθ.) πλανώμαι, βρίσκομαι σε πλάνη, έχω άδικο
7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεψευσμένα
οι ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι αναληθείς ισχυρισμοί.

Greek Monotonic

καταψεύδομαι: αποθ., με μέλ. μέσ. -ψεύσομαι, Παθ. παρακ. -έψευσμαι, αόρ. αʹ -εψεύσθην·
I. 1. λέω ψέμματα εναντίον κάποιου, μιλώ ψευδώς για, τινος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. ισχυρίζομαι ψευδώς εναντίον, τί τινος, σε Πλάτ., Δημ.
3. διατείνομαι ψευδώς, διεκδικώ εσφαλμένα, προσποιούμαι, σε Ευρ.· υποκρίνομαι, προσποιούμαι, φαλκιδεύω, επινοώ, τι, σε Δημ.
II. επίσης ως Παθ., αναφέρομαι ψευδώς· λέγεται για γραπτά, αποδίδομαι ψευδώς, είμαι ψευδεπίγραφος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταψεύδομαι: ἀποθ., μέλλ. -ψεύσομαι: πρκμ. -έψευσμαι Δημ. 1274. 4, πρβλ. 1483. 5, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ παθητ. ἐννοίας ὡς καὶ ὁ ἀόρ. -εψεύσθην, ἴδε κατωτέρω ΙΙ. Λέγω ψεύδη ἐναντίον τινός, ὁμιλῶ ψευδῶς περί τινος, τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 533, Λυσ. 146. 21, Πλάτ. Πολ. 381D, Δημ. 558. 26· οὗτοι δι’ ἔχθραν καταψεύδονταί μου, καταψευδομαρτυροῦμαι 559, 14· κατ. τινος πρός τινα, ψευδῶς κατηγορῶ τινα πρὸς ἄλλον, Πλουτ. Θεμιστ. 25, Φωκ. 33. 2) ἀναφέρω ψευδῶς ἐναντίον, τί τινος Ἀντιφῶν 120. 5, Ἀνδοκ. 2. 18, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Α, Πολ. 391D· τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου Δημ. 228. 9. 3) λέγω ψευδῶς, πλάττω, προφασίζομαι, καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 334· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπινοῶ, ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες Δημ. 229. 2, Διον. Ἁλ. 4. 68. 4) μετὰ γεν., ὑποκρίνομά τι, προσποιοῦμαι, ὕπνου Λουκ. Ὄν. 7· ἢ, δίδω ἐσφαλμένην πληροφορίαν περί τινος, τοῦ γένους Ἀριστ. Προβλ. 28. 3, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., ψευδῶς ἀναφέρομαι, κατ’ ἐνεστ., Θεοπόμ. Ἱστ. παρὰ Θέων. Προγυμν. 2· ἐν τῷ πρκμ., τὰ κατεψευσμένα, ψευδεῖς διαβεβαιώσεις ἢ ἰσχυρισμοί, Ἀντιφῶν 131. 85· ἐν τῷ ἀορ., προδότης εἶναι κατεψεύσθη, ψευδῶς κατηγορήθη, Φιλόστρ. 714. 2) ἐπὶ συγγραμμάτων, ψευδῶς ἀποδίδομαι, τινος, εἴς τινα· εἰμὴ οὐκ εἰσὶν Ἡσιόδου τὰ ἔπη, ἀλλ’ ὡς πολλὰ καὶ ἄλλα κατέψευσται αὐτοῦ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 36· ἀπολ., εἶμαι νόθος, Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ, εἰ μὴ κατέψευσται ὁ λόγος Ἀθήν. 697Α, Πλουτ. Θεμ. 2.

Middle Liddell

fut. mid. -ψεύσομαι perf. pass. -έψευσμαι, aor1 -εψεύσθην
I. Dep., to tell lies against, speak falsely of, τινος Ar., Plat., etc.
2. to allege falsely against, τί τινος Plat., Dem.
3. to say falsely, pretend, Eur.: to feign, invent, τι Dem.
II. also as Pass. to be falsely reported: of writings, to be spurious, Plut.