κατότι

Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Adv., Ion. for καθότι or καθ' ὅ τι.

German (Pape)

[Seite 1405] ion. = καθότι, d. i. καθ' ὅ τι.

Greek (Liddell-Scott)

κατότι: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθότι ἢ καθ’ ὅ τι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθότι.

Greek Monolingual

κατότι (Α)
επίρρ. ιων. τ. καθότι ή καθ' ότι.

Greek Monotonic

κατότι: επίρρ., Ιων. αντί καθ-ότι ή καθ' ὅτι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατότι Ion. voor καθότι.

Russian (Dvoretsky)

κᾰτότι: ион. = καθότι.