κερδοσύνη

Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as Adv., cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.

German (Pape)

[Seite 1424] ἡ, Schlauheit, Klugheit; Hom. nur im dat. κερδοσύνῃ, in adverbialer Bdtg, listig, kiüglich, Il. 22, 247 Od. 14, 30 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κερδοσύνη: ἡ, ὡς τὸ κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
seul. dat. adv. • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.
Étymologie: κέρδος.

English (Autenrieth)

craft; only dat. as adv., cunningly, craftily.

Greek Monolingual

κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος)
1. πανουργία, δόλος, πονηριά
2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη
με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κερδοσύνη: ἡ όπως το κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· δοτ., κερδοσύνῃ ως επίρρ., με πανουργία, δόλια, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κερδοσύνη: ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро.