κλάδιον

Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of κλάδος,

   A twig or shoot, ἀγρώστεως prob. in Philum. ap. Aët.5.124; κλαδίοις ἐλαιῶν αἰτοῦντες Lib.Or.16.46, cf. BGU1051.13 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1445] τό, dim. zu κλάδος, kleiner Zweig; Leon. Tar. 44 (IX, 78); Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλάδιον: τό, (διάφ. γραφ. κλαδίον) ὑποκορ. τοῦ κλάδος, Ἀνθ. Π. 9. 78, Λιβάν. 1. 502, κτλ.

Greek Monotonic

κλάδιον: τό, υποκορ. του κλάδος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλάδιον: (ᾰ) τό ветка, веточка Anth.