κομμώτρια

Revision as of 23:05, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ, fem. of κομμωτής,

   A dresser, tirewoman, Ar.Ec.737, Pl.R.373c, Jul. Caes.335b.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, fem. zu κομμωτής, die Schmückerinn, das Kammermädchen, welches die Herrinn schmücken u. putzen muß, Ar. Eccl. 737, Plat. Rep. II, 373 c; nach Moeris der attische Ausdruck für das hellenistische ἐμπλέκτρια; vgl. Jacobs zur Anth. 2, 3 p. 62.

Greek (Liddell-Scott)

κομμώτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κομμωτής, ἡ καλλωπίστρια, ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος ὑπηρέτρια, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

η (AM κομμώτρια)
βλ. κομμωτής.

Greek Monotonic

κομμώτρια: ἡ, θηλ. του κομμωτής, καλλωπίστρια, η υπηρέτρια που ήταν υπεύθυνη για το χτένισμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομμώτρια -ας, ἡ [κομμωτής] kleedster; kapster.

Russian (Dvoretsky)

κομμώτρια: ἡ служанка (ведающая туалетом своей госпожи), камеристка, горничная Arph., Plat.