χτένισμα
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
Greek Monolingual
και κτένισμα, το / κτένισμα, ΝΜ χτενίζω / κτενίζω
η τακτοποίηση και περιποίηση τών μαλλιών με χτένα
νεοελλ.
1. ο τρόπος διευθέτησης τών μαλλιών, η κόμμωση
2. μτφ. ευτρεπισμός κειμένου.