κοσκυλμάτια

Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ων, τά,

   A cuttings of leather: Com., of the scraps of flattery offered by the tanner Cleon to his patron Δῆμος, Ar.Eq.49, cf. Sch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκυλμάτια: -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ βυρσοδέψης Κλέων εἰς τὸν προστάτην αὐτοῦ Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, σκύλλω, πρβλ. λατ. qui-squil-iae).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.
Étymologie: σκύλλω.

Greek Monotonic

κοσκυλμάτια: -ων, τά, κομματάκια δέρματος· στον Αριστοφ., λέγεται για τα υπολείμματα κολακείας που προσέφερε ο βυρσοδέψης Κλέωνας στον προστάτη του Δήμου.

Russian (Dvoretsky)

κοσκυλμάτια: (μᾰ) τά обрезки кожи, т. е. словесные пустячки Arph.