κορυδαλλίς

Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).

Russian (Dvoretsky)

κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.