κορυδαλλός
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
English (LSJ)
ὁ, = κορυδός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
alouette huppée, oiseau.
Étymologie: DELG κόρυς.
Greek Monolingual
και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].
German (Pape)
ὁ, die Haubenlerche, = κορυδός, Theocr. 10.50, nach Thom.Mag. attisch. Auch κορύδᾱλος geschr., Arist. H.A. 9.25.