κυβερνητήριος

Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

α, ον,

   A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.

German (Pape)

[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.

Greek Monolingual

κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.

Greek Monotonic

κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνητήριος: относящийся к кормчему (ἔργον Plut.).