κυβερνητικός
English (LSJ)
κυβερνητική, κυβερνητικόν,
A good at steering, Pl.R. 488d, 488e; νοῦς καὶ ἀρετὴ κ. Id.Alc.1.135a: Comp. κυβερνητικώτερος Id.R.551c: Sup. κυβερνητικώτατος X.Mem.3.3.9: ἡ κυβερνητική (sc. τέχνη) pilot's art, Pl.Grg. 511d, cf. lamb.Myst.3.26; τὸ κυβερνητικόν Pl.Plt. 299 c; τὰ κυβερνητικά Id.Alc.1.119d. Adv. κυβερνητικῶς D.Chr.4.25.
2 metaph., ἡ τῶν ἀνθρώπων κυβερνητική Pl.Clit.408b, etc.
German (Pape)
[Seite 1522] zum Steuern gehörig; βελτίστῳ εἶναι τὰ κυβερνητικά Plat. Alc. I, 119 d; νοῦς κ., der sich auf das Steuern, Lenken versteht, lenkend, Legg. XII, 961 e; – ἡ κυβερνητική, sc. τέχνη, die Steuermannskunst; Gorg. 511 d; Pol. 12, 27, 9 u. A.; – ὁ κυβ., der im Steuern u. Lenken Erfahrene; Rep. VI, 488 e; superl., Xen. Hem. 3, 3, 9. – Auch adv., bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de pilote : ἡ κυβερνητική (τέχνη), τὸ κυβερνητικόν, l'art de la timonerie;
2 propre à être pilote;
Cp. κυβερνητικώτερος, Sp. κυβερνητικώτατος.
Étymologie: κυβερνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβερνητικός -ή -όν [κυβερνήτης] van een stuurman; subst. f. ἡ κυβερνητική (sc. τέχνη) stuurmanskunst, het vak van stuurman; overdr.: ἡ τῶν ἀνθρώπων κ. de kunst mensen te besturen Plat. Clit. 408b. goed in het sturen.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητικός:
1 способный управлять кораблем (νοῦς καὶ ἀρετή Plat.); сведущий в кораблевождении, умеющий управлять (κυβερνήτης Plat.);
2 посвященный искусству кораблевождения (γράμματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ κυβερνᾶν πλοῖον, ἐπιστάμενος τὰ κατὰ ναῦν, Πλάτ. Πολ. 488D, E· νοῦ τε καὶ ἀρετῆς κυβερνητικῆς ἐστερημένῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. Πρώτῳ 135Α· συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 551C· ὑπερθ. -ώτατος Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 9· ― ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κυβερνήτου, Πλάτ. Γοργ. 511D, κ. ἀλλ.· οὕτω τὸ -κόν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 299C· τὰ -κά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 119D. 2) μεταφ., ἡ τῶν ἀνθρώπων κυβερνητικὴ Πλάτ. Κλειτοφ. 408Β, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κυβερνητικός, -ή, -όν) κυβερνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῦντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ ναῡν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπουργικό συμβούλιο («κυβερνητικά σκάνδαλα»)
2. αυτός που ανήκει στο κόμμα που κυβερνά, αυτός που υποστηρίζει την κυβέρνηση, συμπολιτευόμενος
3. το θηλ. ως ουσ. η κυβερνητική
επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μελέτη τών διασυνδέσεων, τών χειρισμών και του ελέγχου στα τεχνικά συστήματα και στους ζωντανούς οργανισμούς από την άποψη τών τυπικών αναλογιών τους —και όχι από την άποψη της σύστασης και τών λειτουργιών τους— και η οποία έχει πολλές εφαρμογές σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας, στην οικονομία, στη βιολογία, στην ιατρική κ.ά.
αρχ.
1. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ κυβερνητική ή τὸ κυβερνητικόν
η τέχνη του κυβερνήτη πλοίου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυβερνητικά
τα σχετικά με τη διακυβέρνηση πλοίου.
επίρρ...
κυβερνητικώς και -ά (Α κυβερνητικώς)
με κυβερνητικό τρόπο («καθάπερ οὖν οὐκ ἔστι κυβερνᾱν μή κυβερνητικῶς, οὕτως οὐδὲ βασιλεύειν μὴ βασιλικῶς», Δίων Χρυσ.).
Greek Monotonic
κῠβερνητικός: -ή, -όν, καλός στην καθοδήγηση, σε Πλάτ.· συγκρ. -ώτερος, στον ίδ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ξεν.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη, η ικανότητα πλοήγησης, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κῠβερνητικός, ή, όν [from κῠβερνήτης]
good at steering, Plat.; comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ the pilot's art, Plat.