κυνόβρωτος

Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A devoured by dogs, Neanth.25 J., Phld.Mort.33, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.115.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόβρωτος: -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4.

Greek Monolingual

κυνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βρωτός (< βι-βρώσκω), πρβλ. θηριό-βρωτος, ιχθυό-βρωτος].

Russian (Dvoretsky)

κῠνόβρωτος: съеденный собаками Diog. L.