κωροσύνα

Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek (Liddell-Scott)

κωροσύνα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κουροσύνη, Θεόκρ. 24. 57.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. c. κουροσύνη.

Greek Monotonic

κωροσύνα: ἡ, Δωρ. αντί κουροσύνη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κωροσύνα: ἡ Theocr. = κουροσύνη.