κωροσύνα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κουροσύνη, Θεόκρ. 24. 57.
ας (ἡ) :dor. c. κουροσύνη.
κωροσύνα: ἡ, Δωρ. αντί κουροσύνη, σε Θεόκρ.
κωροσύνα: ἡ Theocr. = κουροσύνη.