κουροσύνη

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουροσύνη Medium diacritics: κουροσύνη Low diacritics: κουροσύνη Capitals: ΚΟΥΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kourosýnē Transliteration B: kourosynē Transliteration C: kourosyni Beta Code: kourosu/nh

English (LSJ)

[ῠ], Dor. κουροσύνα, ἡ, (κοῦρος A) youth, youthful prime, χαίρων κουροσύνᾳ Theoc.24.58, cf. AP6.281 (Leon.), 309 (Id.), 9.259 (Bianor).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
jeunesse.
Étymologie: κουρόσυνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουροσύνη -ης, ἡ, Dor. κουροσύνα [κόρη] jeugdigheid, jeugd.

German (Pape)

ἡ, das Jugendalter, die Jugend; Bian. 7 (XII.259); κουροσύνης πείρατα Leon.Tar. 7 (VI.281); in dorischer Form κωροσύνη, Theocr. 24.57.

Russian (Dvoretsky)

κουροσύνη: дор. κωροσύνα (ῠ) ἡ молодость, юность Anth.: χαίρων κωροσύνᾳ Theocr. радуясь как дитя.

Greek Monolingual

κουροσύνη, δωρ. τ. κουροσύνα, ἡ (Α) κουρόσυνος
η νεότητα, η νεανική ηλικία («ἐπάλλετο δ' ὑψόθι χαίρων κουροσύνᾳ», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

κουροσύνη: Δωρ. κωρ-, ἡ (κοῦρος), νεότητα, νεανική ακμή, σε Ανθ.· ευθυμία, ευδιαθεσία, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κουροσύνη: Δωρ. κωρ-, ἡ, νεότης, νεανικὴ ἀκμή, Ἀνθ. Π. 6. 281, 309, πρβλ. 9. 259· ἐντεῦθεν, εὐθυμία, Θεόκρ. 24. 57.

Middle Liddell

κοῦρος
youth, youthful prime, Anth.: mirthfulness, Theocr.