λάγιον

Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ᾰ] (not λαγίον, EM451.20), τό, Dim. of λαγώς,

   A leveret, X. Cyn.5.13.    II [ᾰ or ᾱ?] a kind of cup or vase, Inscr.Deélos399 B 149, 461 Bb40, al. (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 3] τό, dim. von λαγώς, Häschen, Xen. Cyn. 5, 13; Poll. 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

λάγιον: (οὐχὶ λαγίον, Ἐτυμ. Μέγ.), τό, ὑποκορ. τοῦ λαγώς, λαγιδεύς, Ξεν. Κυν. 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
levreau.
Étymologie: λαγός.

Greek Monolingual

λάγιον, τὸ (Α) λαγώς
1. λαγουδάκι
2. επιγρ. είδος ποτηριού ή αγγείου.

Greek Monotonic

λάγιον: τό, υποκορ. του λαγώς, λαγουδάκι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λάγιον: (ᾰ) τό зайчонок Xen.