κυανόχρως
English (LSJ)
ων, gen. ωτος, = foreg.,
A πλόκαμος E.Ph. 308 (lyr.); θαλάττης ἔδαφος Alcid. ap. Arist.Rh.1406a5.
German (Pape)
[Seite 1522] ωτος, dasselbe; πλόκαμος Eur. Phoen. 317; auch a. D.; nach Arist. rhet. 3, 3 nannte Alcidamas κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος.
Greek Monolingual
κυανόχρως, -ων (Α)
βλ. κυανόχρους.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόχρως: 2, gen. ωτος Eur., Arst. = κυανόχροος.