λαρίς

Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = λάρος, AP7.652 (Leon.), 654 (Id.).

German (Pape)

[Seite 16] ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, Ἀνθ. Π. 7. 652, 654.

Greek Monolingual

λαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ο γλάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάρος κατά τα θηλ. σε -ίς].

Greek Monotonic

λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰρίς: ίδος (ῐδ) ἡ Anth. = λάρος.