λευκοχίτων

Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 35] ωνος, weiß gekleidet, ἥπατα, Batrachom. 37.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, λευκὸν χιτῶνα φορῶν, ἥπατα Βατρ. 37.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à tunique blanche.
Étymologie: λευκός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

λευκοχίτων: ωνος adj. в белой одежде, т. е. окутанный жиром (ἥπατα Batr.).