χιτών

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐτών Medium diacritics: χιτών Low diacritics: χιτών Capitals: ΧΙΤΩΝ
Transliteration A: chitṓn Transliteration B: chitōn Transliteration C: chiton Beta Code: xitw/n

English (LSJ)

in Ion. Prose κῐθών, ῶνος, ὁ (also prob. in Sammelb.4291), Dor. κιτών (q.v.):—
A chiton, garment worn next the skin, tunic.
I in early times, only of a man's tunic (the woman's being πέπλος, Sch.BT Il.2.42), χιτῶνα περὶ χροΐ δῦνεν Od.15.60; κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.1.155: sometimes with a girdle, Od.14.72; τερμιόεις 19.242, Hes.Op. 537; μαλακός, ἐΰννητος, Od.1.437, Il.24.580; [χιτών] λαμπρός.. ἠέλιος ὥς Od.19.234; χλαῖνάν τε χιτῶνά τε 14.132, 154; οἱ δ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατ' Hes.Sc.287.
2 later worn also by women, ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή Hdt.1.8; σύροισα χιτῶνα Theoc.2.73; the Ionian sleeved χιτών was distinguished fr the Dorian, fastened with περόναι, μετέβαλον [αἱ τῶν Ἀθηναίων γυναῖκες] ἐς τὸν λίνεον κ. ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται Hdt. 5.87; οἱ πρεσβύτεροι [τῶν Ἀθηναίων] οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνας λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες Th.1.6, cf. Eust.954.50; χιτών ποδήρης, ὀρθοστάδιος, στατός (v. sub vocc.); κιθὼν ποδηνεκής, worn by Babylonians, Hdt.1.195; κιθῶνες λίνεοι περὶ τὰ σκέλεα θυσανωτοί, worn by Egyptians, Id.2.81; κιθῶνες εἰρίνεοι, worn by Cilicians, Id.7.91; dub. in E.IT288(pl.).
II coat of mail, prob. of leather covered with scales or rings, στρεπτὸς χιτών Il.5.113; χιτών χάλκεος 13.439; κιθῶνες χειριδωτοὶ λεπίδος σιδηρέης coats of iron scales with sleeves, Hdt.7.61 (s. v.l.): but distinguished from θώρηξ Id.9.22, cf. X.Cyr.6.4.1.
III part of a shoe that coats the foot, upper, ib.8.2.5 (pl.), Arist.Rh.1392a31.
IV metaph., any coat, case, or covering, λάϊνος χιτών (v. λάϊνος) τειχέων κιθῶνες, i.e. walls, Hdt.7.139; in Anatomy, coat, membrane, τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χ. Hp.VM19, cf. Aph.7.45, Epicur. Nat.2.993.1; ὁ.. χ. τῆς καρδίας Arist.Resp.480a4; χ. ὑμενώδης, ἀραχνιώδης, Id.PA679a1, HA557b16; τοῦ ᾠοῦ οἱ χ. οἱ περιέχοντες ib. 561a14; of foetal membranes, Sor.1.7,58, al.; τριγλοφόροι χιτῶνες, of fishing nets, AP6.11 (Satyr.); χιτῶνες ἀραχνίων = spiders' webs, Hp.Int.3: pl., pods or coats of seeds, bulbous roots, etc., Thphr. HP1.12.3, 8.4.1, CP1.4.1, al.
2 vesture, [φύσις] σαρκῶν ἀλλογνῶτι περιστέλλουσα (sc. ψυχάς) χιτῶνι Emp.126; σῶμα χ. ψυχῆς IG14.2241: pl., προσθέσει χιτώνων ἐνυλοτέρων, of the soul, Procl. Inst.209. (Accad. kitinnu 'linen garment', Hebr. kètōnet 'tunic'; χεθὼν γὰρ τὸ λίνον ἡμεῖς καλοῦμεν J.AJ3.7.2.)

Wiktionary

Charioteer in an Ionic chiton

Cognate with Mycenaean Greek 𐀑𐀵 (ki-to). From some Central Semitic language *kittan. Compare Aramaic כִּיתּוּנָא‎ (kittōnā, “tunic”) / ܟܘܬܝܢܐ‎ (kuttīnā, kottīnā, “tunic”), Hebrew כֻּתֹּנֶת‎ (kuttṓnĕṯ, “tunic”); from the word for flax, Aramaic כּיתָּנָא‎ (kittānā, “flax”) / ܟܬܢܐ‎ (kettānā, “flax”), Akkadian 𒃰 (GADA /kitû/, “flax”), Sumerian 𒃰 (gada, “flax”), ultimately a substrate word. Likely cognate with Latin tunica.

German (Pape)

[Seite 1357] ῶνος, ὁ, in ion. Prosa κιθών, 1) Unterkleid, Rock, sowohl der Männer als der Frauen, die röm. tunica, eigentl. ein wollenes Hemd, das zunächst am Leibe getragen wurde; χιτῶνα περὶ χροῒ δῦνεν Od. 15, 60; vgl. Her. 1, 155; worüber, wenn man ausging, ein weiter Mantel, ἱμάτιον, χλαῖνα, φᾶρος geworfen wurde, Il. 2, 42 μαλακὸν δ' ἐνέδυνε χιτῶνα – περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾶρος, vgl. 10, 21. 131. Dah. vrbdn ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτο, Od. 5, 229, wie ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Od. 3, 467, u. so öfter in dieser Sleitung, die der Folge des Anlegens beider Kleider nicht entspricht. – Gewöhnlich war das Unterkleid kurz, doch kommt Od. 19, 243 auch ein χιτὼν τερμιόεις vor, ein bis auf die Füße herabreichender, wie Hes. O. 539; vgl. Ap. Rh. 3, 875; Duris bei Schol. Eur. Hec. 934. – Κιθὼν λίνεος, das leinene Aermelkleid der ionischen u. attischen Frauenzimmer, Her. 5, 87; λινέους κιθῶνας trugen aber auch die Babylonier, Aegyptier u. Kiliker, 1, 105. 2, 81. 7, 91 u. Folgde. – 2) übh. Kleid, Gewand; Aesch. Suppl. 880; Soph. Tr. 577. 609; Eur., Ar. Dah. – a) auch der Waffenrock, d. i. der Panzer, Il. 5, 113. 11, 100 u. sonst; Her. 5, 106; so χιτὼν χάλκεος Il. 13, 439; κιθῶνες χειριδωτοὶ λεπίδος σιδηρέης, eiserne Schuppenpanzer mit Aermeln, Her. 7, 61, vgl. 9, 22. – Bei Plut. auch der Feldherrnmantel, für χλαμύς. – b) Fußbekleidung, bes. am Schuh das Ober- und Unterleder, Xen. Cyr. 8, 2,5, der auch An. 7, 4,4 von den Thraciern sagt χιτῶνας ἔχουσιν οὐ μόνον περὶ τοῖς στέρνοις, ἀλλὰ καὶ περὶ τοῖς μηροῖς. – c) übh. jede Bedeckung, Hülle, Schaale, vgl. Strab. 11, 14, 4; λάϊνος χιτών, ein steinernes Gewand, die Decke von Steinen, mit welcher der Gesteinigte bedeckt wird, Il. 3, 57; τειχέων κιθῶνες die Brustwehr der Mauern, Her. 7, 139. – Bei Stat. Thyill. 1 (VI, 11) sind χιτῶνες τριγλοφόροι weite Fischernetze; χιτὼν ἀράχνης ist das Spinnengewebe, Jac. Ach. Tat. . 561. – Auch die Haut od. Hülle der Zwiebel, Sp.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
A. vêtement :
I. propr. vêtement de dessous, tunique, d'où
1 tunique d'homme (tunique dorienne en laine, courte et sans manches) ; χιτὼν σχιστός PLUT tunique fendue, laissant voir les hanches, à l'usage des jeunes filles Spartiates;
2 tunique de femme, tunique ionienne en lin, longue et avec manches;
II. p. ext. :
1 vêtement en gén.
2 vêtement de guerre : χιτὼν χάλκεος IL tunique d'airain, càd cotte d'armes ou cuirasse ; χιτὼν στρεπτός IL cotte d'armes ou cuirasse formée d'anneaux de métal;
B. tout ce qui enveloppe, particul. :
I. empeigne ou semelle de soulier;
II. enveloppe de pierres, d'où
1 enceinte;
2 χιτὼν λάϊνος IL tombeau;
III. t. d'anat. ou de bot.
1 peau de serpent;
2 pelure de pomme;
3 écaille du coquillage χήμη;
IV. χιτὼν κόκκινος ou φοινικοῦς PLUT à Rome drapeau de couleur éclatante, planté devant la tente du général, pour les signaux de marche ou de combat.
Étymologie: probabl. mot d'orig. sémit. ; cf. hébr. kethôneth - DELG emprunt assuré du phén. kin « tunique de lin ».

Russian (Dvoretsky)

χῐτών: ион. κῐθών, дор. κῐτών, ῶνος ὁ
1 хитон (нательная одежда, преимущ. из льняной ткани, поверх которой обычно надевалась φᾶρος, χλαῖνα или ἱμάτιον) Hom. etc.;
2 (вообще), одежда, платье, Aesch., Plut.: λάϊνον ἕσσαι χιτῶνα Hom. облечься в каменную одежду, т. е. быть побитым камнями;
3 броня (χ. χάλκεος Hom.): χ. στρεπτός Hom. кольчуга;
4 (в обуви), передок Xen., Arst.;
5 кожа, оболочка (sc. ἐχίδνης Eur.; τῆς καρδίας Arst.);
6 сеть (χιτῶνες τριγλοφόροι Anth.);
7 ограда (τειχέων κιθῶνες Her.);
8 полотнище: χ. κόκνινος или φοινικοῦς Plut. (лат. vexillum) ярко-красный флаг (вывешивался над палаткой римск. полководца, как сигнал к выступлению или к бою).

Greek (Liddell-Scott)

χῐτών: παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις κιθών, ῶνος, ὁ, τὸ ἔνδυμα τὸ φορούμενον κατάσαρκα, «ὑποκάμισον», Λατ. tunica. 1) κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἔνδυμα μόνον τῶν ἀνδρῶν (διότι τῶν γυναικῶν τὸ ὑποκάμισον ἐκαλεῖτο πέπλος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 42), χιτῶνα περὶ χροῒ δῦνεν Ὀδ. Ο. 60, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 155· ἐνίοτε ἔχει καὶ ζώνην, Ὀδ. Ξ. 72, 132, 154, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 345· καὶ ἐξικνεῖται μέχρι τῶν ποδῶν, (τερμιόεις), Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537· ἐκ λίνου, Ὀδ. Α. 437, Ο. 513· ὅθεν περιγράφεται ὡς ἐΰννητος, Ἰλ. Σ. 596· ἤ, λαμπρὸς ..., ἠέλιος ὣς Ὀδ. Τ. 234· ὑπεράνω αὐτοῦ ἐφόρουν μανδύαν εὐρὺν (φᾶρος ἢ χλαῖναν), ὃν ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν ἀπεδύοντο (ἴδε ἐν λέξ. χλαῖνα)· οἱ ἐργάται ἐφόρουν μόνον χιτῶνα (ἴδε γυμνός 5), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 287, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 389. 2) ἐν τοῖς μετέπειτα χρόνοις διακρίνονται δύο εἴδη χιτώνων, ὧν ἕκαστος εἶχεν ἰδιαιτέρας ποικιλίας, - ὁ Ἰωνικὸς καὶ ὁ Δωρικός. Ὁ Ἰωνικὸς ἦν σχεδὸν ὁ αὐτὸς τῷ Ὁμηρικῷ, πεποιημένος ἐκ λίνου, μετὰ χειρίδων, καὶ ἐφόρουν αὐτὸν οὐ μόνον οἱ ἄνδρες ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες, Ἡρόδ. 1. 8., 5. 87, 88 (πρβλ. χιτώνιον)· εἰσήχθη δὲ οὗτος ὁ χιτὼν εἰς τὴν Ἀττικὴν ἐκ παλαιοῦ χρόνου, ἀλλ’ ἀπέβαλον αὐτὸν οἱ ἄνδρες κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Περικλέους, Θουκ. 1. 6, Εὐστ. 954. 47· ἕνεκα τοῦ μήκους ἐκαλεῖτο ποδήρης, ὀρθοστάδιος, στατὸς (ἴδε τὰς λέξεις)· ἐντεῦθεν, βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα Θεόκρ. 2. 73. Τὸν δὲ Δωρικὸν ἐφόρουν οἱ ἄνδρες καθ’ ἅπασαν τὴν δυσμικὴν Ἑλλάδα, παρελήφθη δὲ ἐν Ἀθήναις ὅτε ἐγκατελείφθη ὁ Ἰωνικός· ἦτο δὲ μάλλινος καὶ κυρίως τετραγωνοειδής, ἔχων βραχείας χειρῖδας ἢ ἁπλῶς ὀπὰς δι’ ὧν εἰσήγοντο αἱ χεῖρες (ἀμφιμάσχαλος· - ὁ χιτὼν ὃν ἐφόρουν οἱ δοῦλοι καὶ οἱ πένητες ἦτο ἑτερομάσχαλος, πρβλ. ἐξωμίς)· - τὸν Δωρικὸν χιτῶνα ἐφόρουν καὶ αἱ Σπαρτιάτιδες, μάλιστα πολλάκις σχιστόν, ἤτοι ἀνοικτὸν κατὰ τὴν μίαν πλευρὰν καὶ συνδεόμενον διὰ περονῶν, Ἡρόδ. 5. 87· πρβλ. φαινομηρίς. - Ὑπὲρ τὸν χιτῶνα ἐφόρουν τὸ ἱμάτιον, ἐκαλεῖτο δὲ μονοχίτων, οἰοχίτων, μονόπεπλος ὁ φορῶν μόνον χιτῶνα καὶ οὐδὲν ἄλλον ἔνδυμα ἐπάνω αὐτοῦ· (ἐν Σπάρτῃ τὰ κοράσια ἐφόρουν μόνον τὸν χιτῶνα, Εὐρ. Ἑκ. 933 καὶ Σχόλ.· ἐν Ἀθήναις τὰ μικρὰ παιδία)· ἀχίτωνες δὲ ἐλέγοντος οἱ φοροῦντες μόνον τὸ ἱμάτιον. - Ἡ λέξις ἐλέγετο καὶ ἐπὶ ὁμοίου ἐνδύματος παρ’ ἄλλοις λαοῖς, Ἡρόδ. 1. 195., 2. 81., 7. 91. - Περὶ τοῦ χιτῶνος ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ., Becker Charicl. σ. 415 κἑξ. Ε. Τ. ΙΙ. ἐπὶ στρατιωτικῶν, θώραξ, πιθανῶς ἐκ δέρματος κεκαλυμμένου διὰ λεπίδων ἢ κρίνων μεταλλίνων, στρεπτὸς χ. Ἰλ. Ε. 113· χάλκεος χ. (πρβλ. Ἀχαιοὶ χαλκοχίτωνες) Ν. 439· κιθῶνες χειριδωτοὶ λεπίδος σιδηρέης, χιτῶνες μὲ λεπίδας σιδηρᾶς καὶ χειρῖδας, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. 9. 22· διαφέρει τοῦ θώρακος, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1. ΙΙΙ. μέρος σανδαλίου, τὸ μέρος τὸ καλύπτον τὸν πόδα, ἡ ἀνωτέρα βύρσα ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 8. 2, 5· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 10. IV. μεταφορ., πᾶν ἔνδυμα, περίβλημα, θήκηκάλυμμα, λάϊνος χιτὼν (ἴδε ἐν λ. λάϊνος)· τειχέων κιθῶνες, τείχη, Ἡρόδ. 7. 139· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ὄφεως, ὑποκάμισον ὀφιδίου, Εὐρ. Ι. Α. 288· - ἐν τῇ Ἀνατομικῇ, λεπτὸν δέρμα, ἐπιδερμίς, μεμβρᾶνα, ἀμφὶ ὄψιν Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. Ἀφορισμ. 1260· ὁ .. χ. τῆς καρδίας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 5· χ. ὑμενώδης, ἀραχνώδης ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 11, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· τοῦ ᾠοῦ οἱ χ. οἱ περιέχοντες αὐτόθι 6. 3, 8· χιτῶνες τριγλοφόροι, ἐπὶ δικτύων, Ἀνθ. Π. 6. 11· χιτὼν ἀράχνης, ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 561· ἐν τῷ πληθ., οἱ φλοιοὶ ἢ τὰ καλύμματα πολλῶν σπόρων, βολβοειδῶν ῥιζῶν καὶ τῶν τοιούτων, ὡς παρὰ τῷ Οὐεργ. tunicae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἐλυτροειδής. (Πιθανῶς ἡ λέξις εἶναι ἀνατολικῆς καταγωγῆς, Ἑβρ. kĕthôneth, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2· ὁ Γενέσιος παραβάλλει τὴν λέξ. πρὸς τὸ kèthon, κλωστὴ βάμβακος.) - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 117.

English (Autenrieth)

ῶνος: tunic. The χιτών was like a shirt, but without sleeves, woollen, and white. It was worn by both men and women, next the body, and confined by a girdle, Od. 14.72. (See the cut, representing Achilles—clothed in the χίτών—taking leave of Peleus. Cf. also No. 55). There were also long tunics, see ἑλκεχίτων. Of soldiers, coat-of-mail, cuirass, Il. 2.416, Il. 11.100 (cf. cuts Nos. 12, 17, 79, 86). λάινος, ‘tunic of stone,’ fig., of death by stoning, Il. 3.57.

English (Strong)

of foreign origin (כֻּתֹּ֫נֶת); a tunic or shirt: clothes, coat, garment.

English (Thayer)

χιτῶνος, ὁ, from Homer down, the Sept. for כֻּתֹּנֶת and כְּתֹנֶת, a tunic, an undergarment, usually worn next the skin: τό ἱμάτιον (which see 2) or τά ἱμάτια in a garment, vestment (Aeschylus suppl. 903), plural (Plutarch, Tib. Gracch. 19), Dict. of Antiq. under the word Tunica; and references under the word ἱμάτιον, as above.)

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, ΜΑ
βλ. χιτώνας.

Greek Monotonic

χῐτών: Ιων. κῐθών, -ῶνος, ὁ,
I. ένδυμα που φοριέται πάνω από το δέρμα, «κατάσαρκα», Λατ. tunica.
1. στους παλαιότερους χρόνους, ένδυμα των ανδρών, σε Όμηρ.· μερικές φορές μαζί με αρχ. ζώνη και φτάνει μέχρι τα πόδια (τερμιόεις), σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ύφασμα, στο ίδ.· πάνω από αυτό φοριόταν μανδύας (χλαῖνάν τε χιτῶνά τε), τον οποίο έβγαζαν μέσα στο σπίτι·
2. στους μεταγεν. χρόνους, δύο είδη χιτῶνος, τον Ιωνικό και τον Δωρικό· ο Ιωνικός μοιάζει με τον Ομηρικό, αλλά φοριόταν από γυναίκες, καθώς και από άνδρες, σε Ηρόδ.· οι άνδρες τον απέβαλαν την εποχή του Περικλή, σε Θουκ.· ο Δωρικός εισήχθη στην Αθήνα, όταν ο Ιωνικός εγκαταλείφθηκε· ο Δωρικός χιτών φοριόταν επίσης από τις γυναίκες της Σπάρτης· ήταν μάλιστα ανοιχτός από τη μια πλευρά (σχιστός) και ενωνόταν με περόναι, σε Ηρόδ.· πάνω από τον χιτῶνα φοριόταν το ἱμάτιον.
II. λέγεται για στρατιώτες, κάλυμμα του θώρακα, από δέρμα καλυμμένο με μεταλλικές λεπίδες ή κρίκους, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
III. πάνω μέρος παπουτσιού, σε πληθ., Ξεν.
IV. μεταφ., κάθε κάλυμμα, περίβλημα ή θήκη, λάϊνος χιτών (βλ. λάϊνοςτειχέων κιθῶνες, δηλ. τείχη, σε Ηρόδ.· λέγεται για το δέρμα του ερπετού, σε Ευρ. (πιθ. λέξη ανατολική).

Middle Liddell

χῐτών, Ionic κιθών, ῶνος, ὁ,
I. the garment worn next the skin, a frock, Lat. tunica:
1. in early times, a man's frock, Hom.; sometimes with a girdle, and reaching to the feet (τερμιόεισ), Od.; of linen, Od.; over it was worn a mantle (φᾶρος, χλαῖνἀ, which was laid aside in the house.
2. in later times we hear of two sorts of χιτών, the Ionian and the Dorian;—the Ionian like the Homeric, but worn by women, as well as men, Hdt.; disused by the men about the time of Pericles, Thuc.;—Dorian adopted at Athens when the Ionian was laid aside. The Dorian χιτών was also worn by Spartan women, being open at the side (σχιστόσ), and fastened with περόναι, Hdt.—Over this χιτών was worn the ἱμάτιον.
II. of soldiers, a coat of mail, of leather covered with scales or rings, Il., Hdt.
III. the upper leather of a shoe, in plural, Xen.
IV. metaph. any coat, case, or covering, λάϊνος χιτών (v. λάϊνοσ); τειχέων κιθῶνες, i. e. walls, Hdt.; of a serpent's skin, Eur. [Probably an Oriental word.]

Frisk Etymology German

χιτών: (seit Il.), -ῶνος
{khitṓn}
Forms: ion. Prosa, auch hell. κιθών (dazu noch κιτών, χιθών, s. unten), myk. ki-to, ki-to-ne, -na
Grammar: m.,
Meaning: Chiton, Bez. eines ärmellosen Gewanns, das unmittelbar am Leibe getragen wurde, Leibrock, Hemd (seit Il.; ausführlich zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 13 f., É. Masson Recherches 27 ff.).
Derivative: Davon die Hypostase myk. e-pi-ki-to-ni-ja = ἐπιχιτώνια, wohl n. pl. "was über dem Chiton getragen wird", Ben. von Oberkleidern. Mehrere familiäre Deminutivbildungen: χιτώνιον n. (Ar., att. Inschr., hell. Pap. u.a.), -άριον n. (hell. u. sp.), -ίσκος m. (att.), -ίσκιον n. (att. Inschr.), -ισκάριον n. (Eust.). Dazu -ία f. Bed. unklar (Melamp., Scheller Oxytonierung 54). Auch Χιτώνη (Kall.), -έα od. -ία (Epich., Ath.), Κιθώνη (Miletos) N. der Artemis als Jägerin.
Etymology: Semit. LW, zunächst aus phön. ktn leinernes Gewand; s. É. Masson a.O., wo auch weiteres über das gr. Wort nebst Ableitungen. Zu den verschiedenen Formen: χιτών, mit Metathese κιθών, durch Kontamination κιτών und χιθών, auch Schulze Kl. Schr. 386; Wackernagel Unt. 23 und Kretschmer Glotta 26, 43. — Aus dem Semit. auch lat. tunica (Näheres bei W.-Hofmann s.v.).
Page 2,1101

Chinese

原文音譯:citèn 希團
詞類次數:名詞(11)
原文字根:上衣
字義溯源:上衣,裏衣,衣裳,衣服,掛子;源自希伯來文(כֻּתֹּנֶת‎)=內袍,遮蓋)。參讀 (ἔνδυμα)同義字
出現次數:總共(11);太(2);可(2);路(3);約(2);徒(1);猶(1)
譯字彙編
1) 裏衣(5) 太5:40; 路6:29; 約19:23; 約19:23; 徒9:39;
2) 褂子(3) 太10:10; 可6:9; 路9:3;
3) 衣服(2) 可14:63; 猶1:23;
4) 衣裳(1) 路3:11

English (Woodhouse)

tunic, skin of a serpent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

A chiton (Greek: χιτών, khitōn) is a form of tunic that fastens at the shoulder, worn by men and women of Ancient Greece and Rome. There are two forms of chiton. One is the Doric chiton and the later Ionic chiton. According to Herodotus, popular legend was that Athenian women began to wear the chiton as opposed to the peplos after several women stabbed a messenger to death with the bronze pins characteristic of that garment.

Wikipedia EL

Ο χιτώνας ή χλαίνα ήταν αρχαίο ελληνικό ένδυμα. Διακρίνεται σε δωρικό και ιωνικό ρυθμό. Ο δωρικός χιτώνας, κοινώς "χλαίνη", ήταν κυρίως ανδρικό ένδυμα, υφασμένο από μαλλί. Τον φορούσαν στον αριστερό ώμο, ενώ κούμπωνε επάνω από το δεξί ώμο με παραμάνα, αφήνοντας το δεξί μέρος του σώματος γυμνό.

Ο ιωνικός χιτώνας ήταν μακρύτερος από τον δωρικό και ήταν υφασμένος από λινάρι. Ήταν μακρόστενο πανί με άνοιγμα για το κεφάλι. Έπεφτε και στους δύο ώμους προς τα κάτω και κουμπωνόταν δεξιά και αριστερά.

Στους ομηρικούς χρόνους, ο χιτώνας ανήκε κυρίως στην ανδρική μόδα, ενώ οι γυναίκες ντύνονταν με τον πέπλο. Ο δωρικός χιτώνας έγινε και πάλι δημοφιλής κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι ελεύθεροι άνδρες τον φορούσαν με τρόπο τέτοιο ώστε να καλύπτει όλο το σώμα, ενώ οι σκλάβοι και οι απλοί εργάτες τον φορούσαν "εξωμίς", αφήνοντας δηλαδή το δεξιό μπράτσο γυμνό, για να μην εμποδίζει την εργασία. Ο χιτώνας των εργατών, των αγροτών και των πολεμιστών ήταν πάντα κοντός ενώ αντιθέτως, οι ιερείς και οι ηνίοχοι φορούσαν μακρύ χιτώνα, ο οποίος ονομαζόταν "ποδήρης".

Κατά την αρχαϊκή περίοδο, ξεκίνησε η χρήση του χιτώνα και από τις γυναίκες. Εκτός από τον απλό χιτώνα υπήρχε και μακρύτερος, ο λεγόμενος "διπλός", ο οποίος είχε διπλάσιο μήκος. Την ημέρα φορούνταν διπλωμένος, ενώ τη νύχτα χρησίμευε ως σκέπασμα στον ύπνο. Ο μακρύς γυναικείος χιτώνας, που ήταν μακρύτερος από τον ανδρικό, έδενε με ζώνη και σχημάτιζε δίπλωμα, τον "κόλπο", κάτω από το στήθος ή στη μέση, ανάλογα με το ύψος που έδενε η ζώνη.

Wikipedia FR

Le chiton (en grec ancien χιτών / khitṓn; génitif singulier: χιτῶνος / khitônos) était un vêtement de dessous porté dans la Grèce antique. C'était une sorte de chemise longue ou de tunique formée par une pièce d'étoffe pliée dans le sens de la hauteur, et cousue latéralement; un des côtés pouvait rester ouvert ou être fermé par des agrafes, appelées en grec ancien περόναι / perónai. Des fibules ou des brides permettaient d'ordinaire de l'attacher aux deux épaules, en laissant les ouvertures pour la tête et les bras; il suffisait de dégrafer la fibule de l'épaule droite pour que le chiton ressemble singulièrement à l'exomide. Le chiton, porté par les hommes comme par les femmes, était avec l'himation, une des deux pièces essentielles du costume grec.

Mantoulidis Etymological

-ῶνος, Πιθανόν ἡ προέλευσή της εἶναι ἀνατολική. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χιτώνιον, χιτωνίσκος.

Lexicon Thucydideum

tunica, tunic, 1.6.3.

Translations

chiton

Bulgarian: хитон; Catalan: quitó; Esperanto: ĥitono; Finnish: kitoni, khiton; French: chiton; Greek: χιτώνας; Ancient Greek: χιτών, κιθών, κιτών; Italian: chitone; Japanese: キトン; Polish: chiton; Portuguese: quíton, quitão; Romanian: chiton; Russian: хитон; Swedish: kiton

az: xiton; be: хітон; bg: хитон; bs: hitoni; ca: quitó; cs: chiton; da: chiton; de: Chiton; el: χιτών; en: chiton; eo: kitono; es: quitón; eu: kitoi; fi: kitoni; fr: chiton; it: chitone; ja: キトン; lt: chitonas; lv: hitons; nl: chiton; no: khiton; pl: chiton; pt: quíton; ru: хитон; sh: hiton; sk: chitón; sl: hiton; uk: хітон; uz: hiton