ληκητής

Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ληκέω)

   A bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.

Greek (Liddell-Scott)

ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.

Greek Monolingual

ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).

Russian (Dvoretsky)

ληκητής: οῦ ὁ горлан, крикун (Timon ap. Diog. L. - v. l. к κηλητής).