κηλητής

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

German (Pape)

[Seite 1431] ὁ, der Bezaubernde, für sich Gewinnende, Timo Phlias. bei D. L. 8, 67.

Russian (Dvoretsky)

κηλητής: οῦ ὁ очарователь, соблазнитель (Timon ap. Diog. L. - v. l. ληκητής).

Greek (Liddell-Scott)

κηλητής: -οῦ, ὁ, ὁ κηλῶν, ὁ μαγεύων, ἴδε ἐν λέξ. ληκητής.

Greek Monolingual

κηλητής, ὁ (Α) κηλώ
αυτός που θέλγει, που μαγεύει, ιδίως με άσμα ή λόγο.

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot