λωμάτιον

Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.

Russian (Dvoretsky)

λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).