γαρνιτούρα

From LSJ

Greek Monolingual

η
κάθε τι το πρόσθετο που χρησιμοποιείται για στολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < ιταλ. guarnitura (πρβλ. γαλλ. garniture)].