γαρνιτούρα

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

η
κάθε τι το πρόσθετο που χρησιμοποιείται για στολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < ιταλ. guarnitura (πρβλ. γαλλ. garniture)].