μεμορημένος

Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek (Liddell-Scott)

μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

μεμορημένος: Anth. part. pf. pass. к μείρομαι.