μεμορημένος
Greek (Liddell-Scott)
μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
μεμορημένος: Anth. part. pf. pass. к μείρομαι.
μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.
μεμορημένος: Anth. part. pf. pass. к μείρομαι.