μεταλλεῖον

Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό, in pl.,

   A minerals, σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μ. Pl.Lg.678d.

German (Pape)

[Seite 149] τό, das Metall, Plat. Legg. III, 678 d, σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεῖον: τό, = μέταλλον, Πλάτ. Νόμ. 678D.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλεῖον: τό металл (σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα Plat.).