μελανότης

Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.244b17.

German (Pape)

[Seite 120] ητος, ἡ, die Schwärze, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ μέλας, «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνότης: ητος ἡ чернота Arst.