μεταναιετάω

Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A dwell with, τισι to be read metri gr. for μεταναίεται in h.Cer.87.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναιετάω: κατοικῶ μετά τινος, τινὶ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, κατὰ τὸν Voss.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: μετά, ναιετάω.

Greek Monotonic

μεταναιετάω: συγκατοικώ, τινί, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μεταναιετάω: жить вместе (τινι HH - v. l. μετὰ ναιετάω).