μενέγχης

Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 132] ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).

Greek (Liddell-Scott)

μενέγχης: -ες, = μεναίχμης, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 255.

Greek Monotonic

μενέγχης: -ες (ἔγχος), = μεναίχμης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενέγχης: твердо держащий копье, т. е. непоколебимый в бою, т. е. бесстрашный (τοὺς μενέγχεας ὤλεσεν ἄνδρας Μοῖρα Anth.).