ἔγχος
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
εος, τό,
A spear, lance, Il.6.319, etc.; ἔγχη λογχωτά B.Fr.3.
II weapon in general: sword, S.Aj.287, al., E.El.696, etc.: pl., ἔγχη = weapons, ἄτερ ἐγχέων Pi.P.9.28; πτερωτὰ ἔγχη = arrows, E.HF1098; πῦρ . . Ἑκάτης ἔγχος S.Fr.535 (anap.); of Nausicaa's ball, τὸ δ' ἔγχος ἐν ποσὶν κυλίνδεται ib.782: metaph., φροντίδος ἔγχος Id.OT170 (lyr.).
III meton., armed force, Ἰηπύγων ἔγχος ἀπωσάμενοι Call.Fr.444.
Spanish (DGE)
-εος, τό
I 1lanza δολιχόσκιον ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρὸν κεκορυθμένον la lanza de larga sombra, fuerte, grande, pesada y coronada en punta, Il.16.801, hecha de fresno y bronce μείλινον ἔγχος Il.5.655, 6.65, χάλκεον Il.3.317, 4.481, Od.2.10, Pi.O.1.76, ἔγχεϊ ὀξυόεντι Od.20.306, ἄλκιμον ἔγχος de Atenea y Ares Od.1.99, Pi.Fr.70b.17, 78.2, cf. E.HF 1003, Hel.1316, A.R.3.1286, Q.S.1.547, κραταιὸν ἔγχος Pi.P.6.34, ἔγχεα λογχωτά B.Fr.4.71, ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο Pi.N.6.53, hecha con un junco para el ejército de ranas Batr.(a) 164, ἔγχη σταδαῖα lanzas hechas para luchar a pie firme A.Pers.240, ἔγχος δεινόν A.R.3.1231, ἆ καλὸν ἔγχος de Alejandro AP 6.97 (AntiphIL.), ὀπισθοβριθὲς ἔγχος = lanza de pesada contera A.Fr.338, cf. Trag.Adesp.264
•utilizada tanto empuñada como arrojadiza ἔγχεϊ νύξε Il.5.579, Hes.Th.186, Sc.135, ἔγχος ἔχων Il.16.734, ἔγχος ἀνασχόμενος Callin.1.10, cf. Tyrt.7.25, Corinn.39.5.6, προΐει ... ἔγχος Il.11.349, cf. E.Ph.1374, A.R.1.769, ἔγχεϊ μάρνασθαι Il.16.195, Hes.Fr.25.2, συνῆψαν ἔγχη entrechocaron las lanzas E.Ph.1192, cf. AP 9.219 (Diod.Sard.), ἔφ' ᾧπερἔγχος εἵλκυσται τόδε E.Rh.576, cf. Theoc.22.184, Lyc.931
•formando parte junto con el escudo del armamento arcaico σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσιν πεφρικυῖαι (φάλαγγες) Il.4.282, βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν estaba cargada (una nave) con escudos y lanzas, Od.16.474, colocada en una panoplia Od.1.127, cf. 129, E.Io 1305, Hec.15, Rh.25, 462, A.R.4.223, Orph.H.65.5, como ofrenda IChS 352 (IV a.C.), AP 6.86 (Eutolm.), 9.492, 493.
2 gener. arma cortante o punzante, sea espada o puñal ἄτερ ἐγχέων sin armas ref. la ninfa Cirene luchando con un león, Pi.P.9.28, cf. S.Ant.975, E.Rh.793, ἄψαυστος ἔγχους sin haber tocado yo un arma S.OT 969, cf. 1255, Tr.1014, utilizada por Áyax en su desvarío y suicidio, S.Ai.95, cf. E.El.696
•equiv. a ξίφος, dicho de la espada de la Muerte, E.Alc.76, de otras armas, como flechas πτερωτὰ ... ἔγχεα E.HF 1098, del tridente de Posidón AP 6.4.5 (Leon.), cf. 6.38 (Philippus).
II usos meton. y fig.
1 guerra, batalla Ἄρης ... λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν Ares dejando el fragor de las lanzas Pi.P.1.11.
2 ejército de lanceros πεῖρα ... Φοινικοστόλων ἐγχέων la prueba contra las lanzas de los ejércitos fenicios, e.d., contra el ejército de lanceros fenicios Pi.N.9.29, ἐγχέων φόβημα δαΐων = terror de los ejércitos enemigos S.OC 699, Ἰηπύγων ἔγχος ἀπωσάμενοι rechazando la lanza de los yápiges, e.d., los lanceros yápiges Call.Fr.613, cf. E.Supp.22, Orac.Sib.13.122, AP 9.288 (Tull.Gem.), πρὸς δεινὸν ἔγχος βαρβάρων νενευκότα CIRB 119.11 (Panticapeo I a.C.), cf. IGBulg.3.1677 (III d.C.).
3 lanza como arma, en el sent. de recurso ref. ciertos atributos divinos (πῦρ) Ἑκάτης ἔγχος = el fuego, lanza de Hécate S.Fr.535, cf. 781, (Διός) ἔγχος πυρφόρον del rayo de Zeus, Ar.Au.1749, οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται ni hay una lanza de la mente con la que se pueda apartar (la peste), e.d. no hay recurso S.OT 170, cf. AP 9.198
•fig., ref. amor ὡς ... ἔγχος ἔχουσα ... δεσμὸν Ἐρώτων de Afrodita, Colluth.94, τὸ δ' ἔγχος ἐν ποσὶν κυλίνδεται en meton. tal vez ref. la pelota de Nausícaa, S.Fr.782.
• Diccionario Micénico: e-ke-a.
German (Pape)
[Seite 713] τό, die Lanze, der Speer, wahrscheinlich von Wurzel Ἀκ, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2 S. 86, 247. Bei Homer sehr oft. Nach einer irrigen Ansicht alter Homeriker bezeichnet ἔγχος bei Homer auch das Schwert, welche Ansicht Aristarch widerlegte, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 7, 255. 273. Bei den Tragg. bezeichnet ἔγχος unzweifelhaft auch das Schwert; ἀμφῆκες Soph. Ai. 286; Ant. 1236, öfter; Eur. El. 700 Phoen. 1413; ἔγχη πτερωτά sind Pfeile, Herc. Fur. 1098. Übertr., πῦρ τῆς εἰνοδίας Ἑκάτης ἔγχος Soph. frg. 480; sogar vom Ball, frg. 872; auch φροντίδος ἔγχος, Soph. O. R. 170.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 pique, lance;
2 p. ext. épée;
3 fig. arme en gén. : φροντίδος ἔγχος SOPH la prudence qui est une arme (contre le danger).
Étymologie: R. Ακ, piquer ; cf. ἀκαχμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχος: εος τό
1 копье (μείλινον Hom.);
2 меч (ἀμφῆκες Soph.);
3 стрела (πτερωτὰ ἔγχη Eur.);
4 перен. оружие, проблеск (φροντίδος ἔ. Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχος: τό, δόρυ, λόγχη, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἀποτελούμενον ἐκ δύο μερῶν, ὧν τὸ μὲν ἐκαλεῖτο, αἰχμή, τὸ δὲ ἕτερον δόρυ, ἤτοι ἡ λόγχη ἡ μεταλλίνη καὶ τὸ φέρον αὐτὴν ξύλον ἢ «κοντάριον», Ἰλ. Ζ. 319 ἔνθα τὸ μῆκος αὐτοῦ εἶναι ἑνδεκάπηχυ: τὸ δόρυ εἶναι συνήθως ἐκ ξύλου μελίας, κοινῶς «μελέγου», μείλινον ἔγχος, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ., πρβλ. ὡσαύτως σταδαῖος, ὀπισθοβριθής. - Τὸ ἔγχος ἐχρησίμευεν ὅπως τύπτῃ τις τὸν ἐχθρὸν ἐκ τοῦ πλησίον ἢ ἐξακοντίζῃ αὐτὸ κατ’ αὐτοῦ μακρόθεν, ἀλλ’ ἕνεκα τοῦ μεγάλου βάρους αὐτοῦ μόνον οἱ ῥωμαλεώτατοι τῶν ἀνδρῶν ἠδύναντο νὰ μεταχειρίζωνται αὐτό, καὶ μόνον ὅτε ἦσαν πλησίον τοῦ ἐχθροῦ: ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐθεωρεῖτο τὸ ἐντιμότατον ὅπλον. ΙΙ. ἐν γένει, πᾶν ὅπλον, ξίφος, συχνὸν ἐν Σοφ., ὡς ἐν Αἴ. 287, 658, 907, κτλ· πτερωτὰ ἔγχη, βέλη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098· ἔτι καὶ ἐπὶ σφαίρας, ὡς ἡ τῆς Ναυσικάας τὸ δ’ ἔγχος ἐν πόσιν κυλίνδεται Σοφ. Ἀποσπ. 872: - μεταφ., φροντίδος ἔγχος Σοφ. Ο. Τ. 170. (Κατὰ τὸν Κούρτ., συγγενὲς τῷ ἀκή, ἄκων, αἰχμή).
English (Autenrieth)
εος: spear, lance; used for both hurling and thrusting, and regarded as the most honorable weapon; the shaft, δόρυ, was of ash, about 7 ft. long; the upper end, καυλός, was fitted with a bronze socket, αὐλός, into which the point, ἀκωκή, αἰχμῄ, was inserted, Il. 16.802, being held fast by the πόρκης; the lower end, οὐρίαχος, was furnished with a ferule or spike, σαυρωτήρ, for sticking into the earth. The warrior usually carried two spears—for hurling, at a distance of about 12 paces, and for thrusting from above. Hector's spear was 16 ft. long, Il. 6.319. (See also σῦριγξ, and cut 19.)
English (Slater)
ἔγχος (ἔγχος, -εος, -ος; -έων) spear “πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” (O. 1.76) Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν (P. 1.11) ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος (P. 6.34) παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων (sc. Κυράναν) (P. 9.28) ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (N. 6.53) πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι (N. 9.29) ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνηται τό τ' Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. κλῦθ Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ, ἐγχέων προοίμιον fr. 78. 2.
Greek Monolingual
ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].
Greek Monotonic
ἔγχος: τό,
I. δόρυ, κοντάρι, λόγχη, συχνά στον Όμηρ., αυτό που αποτελείται από δύο μέρη, αἰχμή και δόρυ, δηλ. κεφαλή (λόγχη μεταλλική) και κοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. οποιοδήποτε όπλο, ξίφος, σπαθί, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., φροντίδος ἔγχος, σε Σοφ. (πιθ. συγγενές προς τη √ΑΚ σε ἀκή, ἀκών).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: spear, lance (Il.), also weapon in gen. (Pi., S.); on the meaning Schwyzer Glotta 12, 11, Trümpy Fachausdrücke 52ff.
Compounds: As 1st member in ἐγχέσ-παλος speardrilling (Hom.), -φόρος carrying a spear (Pi.); ἐγχεσί-μωρος (s. v.); after it -μαργος ἔγχει μαινόμενος H., EM, -χειρες pl. weaponed with a spear (Orph. Fr. 285, 18).
Derivatives: Also ἐγχείη (Hom.), after ἐλεγχείη: ἔλεγχος, ὀνειδείη: ὄνειδος etc. (Chantr. Form. 86f., Schwyzer 469). Diff. Kalén GHÅ 24 (1918): 1, 54ff. (old dual [?]); Tovar Emerita 11, 431ff. [?]. - Unclear is Ἐγχώ ἡ Σεμέλη οὕτως ἐκαλεῖτο.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. Schwyzer Glotta 12, 10ff. (to ἀκαχμένος). S. also Tovar l. c. Probably Pre-Greek.
Middle Liddell
I. a spear, lance, often in Hom., consisting of two parts, αἰχμή and δόρυ, head and shaft, Il.
II. iI. any weapon, a sword, Soph., Eur.:—metaph., φροντίδος ἔγχος Soph. [Prob. akin to Root !ακ, in ἀκή, ἀκών.]
Frisk Etymology German
ἔγχος: {égkhos}
Grammar: n.
Meaning: Speer, Lanze (poet. seit Il.), auch Waffe im allg., Schwert (Pi., S., E. u. a.); näheres über Bedeutung und Gebrauch Schwyzer Glotta 12, 11, Trümpy Fachausdrücke 52ff.
Composita: Als Vorderglied in ἐγχέσπαλος speerschwingend (Hom.), ~-φόρος speertragend (Pi.); auch ἐγχεσίμωρος (s. bes.); danach ~-μαργος· ἔγχει μαινόμενος H., EM, ~-χειρες pl. speerbewaffnet (Orph. Fr. 285, 18).
Derivative: Daneben in derselben Bedeutung ἐγχείη (Hom.), poetische Erweiterung von ἔγχος nach Muster von ἐλεγχείη: ἔλεγχος, ὀνειδείη: ὄνειδος und anderen Abstrakta auf -είη (vorw. zu komponierten s-Stämmen, Chantraine Formation 86f., Schwyzer 469). Anders Kalén GHÅ 24 (1918): 1, 54ff. (alter Dual [?]); Tovar Emerita 11, 431ff. (Abstraktum zu ἐγχέω; wozu nachträglich ἔγχος [?]). — Unklar ist Ἐγχώ· ἡ Σεμέλη οὕτως ἐκαλεῖτο.
Etymology: Der Form nach ein Nomen actionis wie βέλος, aber ohne Etymologie. Frühere Versuche bei Bq, außerdem Schwyzer Glotta 12, 10ff. (zu ἀκαχμένος). S. auch Tovar a. a. O.
Page 1,440-441
Mantoulidis Etymological
τό (=δόρυ, λόγχη). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά: ἀκή, ἄκων, αἰχμή.
Translations
spear
Abkhaz: аԥса; Adyghe: пчы, пщы; Afrikaans: spies; Albanian: shtizë; Arabic: رُمْح, حَرْبَة; North Levantine Arabic: رمح; Egyptian Arabic: خشت; Tunisian Arabic: دبور; Moroccan Arabic: حربة; Armenian: նիզակ; Asturian: llanza; Avar: хеч; Azerbaijani: nizə, mizraq, cida; Basque: lantza; Belarusian: дзі́да, пі́ка; Bengali: বর্শা; Bulgarian: копие; Burmese: လှံ; Catalan: llança; Cebuano: bangkaw; Chechen: гоьмукъ; Chichewa: mkondo; Chinese Mandarin: 矛; Chukchi: пойгын; Cornish: guw; Czech: kopí; Danish: spyd; Dupaningan Agta: pisga; Dutch: speer, spies, lans, geer; Esperanto: lanco; Estonian: oda; Evenki: гида; Faroese: spjót; Finnish: keihäs; French: lance; Middle French: dart; Old French: dart; Friulian: lance; Galician: lanza, falarica, aste; Georgian: შუბი, ჰოროლი, ლახვარი; German: Speer; Greek: δόρυ, λόγχη; Ancient Greek: ἔγχος, δόρυ, αἰχμή, ἀρίγων, ἐγχείη, κοντάριον, λόγχη, μελία, ξυστόν, σιβύνη, σιγύνης, χαλκός; Hausa: mashi; Hawaiian: ʻō; Hebrew: חֲנִית; Higaonon: bangkaw; Hindi: भाला, शूल, नेजा, बरछा, सूरी; Hungarian: dárda, lándzsa; Icelandic: spjót; Ido: lanco; Indonesian: tombak; Ingush: гебагӏа; Irish: ga, sleá; Old Irish: gae; Italian: lancia, asta, alabarda, picca; Japanese: 槍, 鑓; Kabardian: бжы; Kalmyk: җид; Kazakh: найза, сүңгі; Ket: усь; Khmer: លំពែង; Kikuyu: itimũ Korean: 창; Koryak: пойгын; Kriol: barragarl, burdagul; Kurdish Central Kurdish: ڕم; Northern Kurdish: rim; Kyrgyz: найза; Lakota: wahúkheza; Lao: ຫອກ; Latgalian: škāps, dzyds; Latin: hasta, lancea; Latvian: šķēps; Lithuanian: ietis; Macedonian: копје; Malay: lembing; Maltese: lanza; Manchu: ᡤᡳᡩᠠ; Maori: kōpeo; Middle English: spere; Mongolian: жад; Nanai: гида, сугбэ; Navajo: tsiiʼdétáán, tsin anáhálghą́hí; Ngarrindjeri: kykie; Ngazidja Comorian: fumu; Nivkh: ӄʼаӽ; Northern Altai: копьё, чыда; Northern Yukaghir: йуолдэвчэ; Norwegian Bokmål: spyd; Nynorsk: spyd, spjut; Occitan: lança; Old Church Slavonic Cyrillic: копиѥ; Old English: spere; Oneida: yeya'akta̲; Oromo: eeboo; Ossetian: арц; Persian: نیزه, ژوبین; Pitjantjatjara: kuḻaṯa; Plautdietsch: Spiess; Polish: dzida, włócznia, oszczep, kopia; Portuguese: lança; Rapa Nui: pātia; Romanian: lance, suliță; Russian: копьё, пика, дротик; Sanskrit: शक्ति, शल्य; Sardinian: lantza, lancia; Saterland Frisian: Speer; Scottish Gaelic: sleagh, brod, gath; Serbo-Croatian Cyrillic: копље; Roman: koplje; Sicilian: lanza; Sidamo: urde; Sinhalese: හෙල්ල; Slovak: kopija, oštep; Slovene: kopje; Somali: waran; Southern Altai: найза, јыда; Southern Ohlone: hipor; Spanish: lanza, venablo; Sumerian: 𒀉𒁍𒁕; Swahili: mkuki; Swedish: spjut; Tajik: найза; Tatar: сөнге; Telugu: శూలం, బల్లెం; Thai: หอก; Tibetan: མདུང; Turkish: mızrak, kargı, cirit; Turkmen: naýza; Tuvan: узун чыда, копьё; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎈; Ukrainian: спис, пі́ка; Urdu: نیزہ; Uzbek: nayza; Venetian: lansa; Vietnamese: thương, giáo; Vilamovian: pik; Walloon: lance, dår; Welsh: gwaywffon, gwayw; West Frisian: spear; Wutunhua: ddong; Yakut: үҥүү; Yiddish: שפּיז; Zulu: umkhonto; ǃXóõ: ǃōo a̰a