μεταφορικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
par métaphore, métaphoriquement.
Étymologie: μεταφορικός.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορικῶς: метафорически Plut.
adv.
par métaphore, métaphoriquement.
Étymologie: μεταφορικός.
μεταφορικῶς: метафорически Plut.