μεταφορικῶς

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
par métaphore, métaphoriquement.
Étymologie: μεταφορικός.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορικῶς: метафорически Plut.